φροντιστικός: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frontistikos
|Transliteration C=frontistikos
|Beta Code=frontistiko/s
|Beta Code=frontistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> of or for [[thinking]], [[thoughtful]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Div.Somn.</span>464a23</span>; <b class="b3">ὑποπίνων δὲ πάνυ φ</b>. (''[[sc.]]'' [[γίγνεται]]) <span class="bibl">Antiph. 271</span>; φ. τὴν πρόσοψιν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Pisc.</span>12</span>: <b class="b3">τὸ λογιστικὸν καὶ φ</b>. the faculty [[of]] reasoning and [[thought]], Plu.2.432c, cf. 966a. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[considerate]], [[careful]], τὰ θήλεα περὶ τὴν τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>608b2</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.11.10</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>8.25</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[nervous]], [[worried]], Gal.10.538.</span>
|Definition=φροντιστική, φροντιστικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for [[thinking]], [[thoughtful]], Arist.''Div.Somn.''464a23; <b class="b3">ὑποπίνων δὲ πάνυ φ.</b> (''[[sc.]]'' [[γίγνεται]]) Antiph. 271; φ. τὴν πρόσοψιν Luc.''Pisc.''12: <b class="b3">τὸ λογιστικὸν καὶ φ.</b> the faculty of reasoning and [[thought]], Plu.2.432c, cf. 966a.<br><span class="bld">II</span> [[considerate]], [[careful]], τὰ θήλεα περὶ τὴν τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''608b2. Adv. [[φροντιστικῶς]] [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.11.10, Ael.''NA''8.25.<br><span class="bld">2</span> [[nervous]], [[worried]], Gal.10.538.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 21:44, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φροντιστικός Medium diacritics: φροντιστικός Low diacritics: φροντιστικός Capitals: ΦΡΟΝΤΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phrontistikós Transliteration B: phrontistikos Transliteration C: frontistikos Beta Code: frontistiko/s

English (LSJ)

φροντιστική, φροντιστικόν,
A of or for thinking, thoughtful, Arist.Div.Somn.464a23; ὑποπίνων δὲ πάνυ φ. (sc. γίγνεται) Antiph. 271; φ. τὴν πρόσοψιν Luc.Pisc.12: τὸ λογιστικὸν καὶ φ. the faculty of reasoning and thought, Plu.2.432c, cf. 966a.
II considerate, careful, τὰ θήλεα περὶ τὴν τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα Arist.HA608b2. Adv. φροντιστικῶς X.Mem.3.11.10, Ael.NA8.25.
2 nervous, worried, Gal.10.538.

German (Pape)

[Seite 1309] zum Bedenken, Besorgen geschickt, bedachtsam, spekulativ; Antiphan. bei Ath. II, 40 c; τὸ λογιστικὸν καὶ φρ. Plut. def. or. 40. – Adv. φροντιστικῶς, Xen. Mem. 3, 11, 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aime à méditer, qui médite ; τὸ φροντιστικόν PLUT la méditation.
Étymologie: φροντίζω.

Russian (Dvoretsky)

φροντιστικός:
1 размышляющий (περί τινος Arst.): φ. τὴν πρόσοψιν Luc. с задумчивым или озабоченным лицом;
2 заботящийся (περί τι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φροντιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ φροντίζειν, εἰς τὸ σκέπτεσθαι, σκεπτικός, εἰς σκέψεις δεδομένος, ἡ διάνοια τῶν τοιούτων οὐ φροντιστικὴ Ἀριστ. περὶ τῆς Καθ’ ὕπνον Μαντικ. 2, 8· ὑποπίνων δὲ πάνυ φρ. (ἐξυπακ. γίγνεται) Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 33· φρ. τὴν πρόσοψιν Λουκ. Ἁλιεὺς 12· ― τὸ φρ. θεωρία, Πλούτ. 2. 432C, 966Α. ΙΙ. φροντίζων, ἐπιμελής, τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα. Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 5. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 10.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φροντίζω
1. αυτός που φροντίζει για κάτι («τὰ θήλεα περὶ τὴν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα», Αριστοτ.)
2. σκεπτικός, συλλογισμένος («ὑποπίνων δὲ πάνυ φροντιστικὸς [γίγνεται]», Αντιφάν.)
3. νευρικός, αγχώδης
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φροντιστικόν
η αφηρημένη σκέψη, η διανόηση.
επίρρ...
φροντιστικῶς Α
με φροντίδα.

Greek Monotonic

φροντιστικός: -ή, -όν, σκεπτικός, σε Λουκ.· επίρρ. -κώς, σε Ξεν.

Middle Liddell

φροντιστικός, ή, όν [from φροντιστής
thoughtful, Luc.:—adv. -κῶς, Xen.