οἰνοπίπης: Difference between revisions
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oinopipis | |Transliteration C=oinopipis | ||
|Beta Code=oi)nopi/phs | |Beta Code=oi)nopi/phs | ||
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) [[gaping after wine]], Com. word formed after | |Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[ὀπιπτεύω]]) [[gaping after wine]], Com. word formed after [[γυναικοπίπης]], [[παιδοπίπης]], [[παρθενοπίπης]]: cited by Sch. and Suid. from Ar.''Th.''393 (ubi [[οἰνοπότιδας]] codd.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἰνοπίπης:''' (πῑ) adj. m жадно смотрящий на вино, бросающий умильные взгляды в сторону вина (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] οἰνοπότιδες). | |elrutext='''οἰνοπίπης:''' (πῑ) adj. m [[жадно смотрящий на вино]], [[бросающий умильные взгляды в сторону вина]] (Arph. - [[varia lectio|v.l.]] οἰνοπότιδες). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) gaping after wine, Com. word formed after γυναικοπίπης, παιδοπίπης, παρθενοπίπης: cited by Sch. and Suid. from Ar.Th.393 (ubi οἰνοπότιδας codd.).
German (Pape)
ὁ, nach Wein gaffend, lüstern nach Wein (vgl. παρθενοπίπης), alte v.l. Ar. Thesm. 393, wo jetzt οἰνοπότιδες steht; es ist nicht mit Suid. von πιπίζω abzuleiten.
Russian (Dvoretsky)
οἰνοπίπης: (πῑ) adj. m жадно смотрящий на вино, бросающий умильные взгляды в сторону вина (Arph. - v.l. οἰνοπότιδες).
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοπίπης: [ῑ], -ου, ὁ, (ὀπιπτεύω) ὁ χαίνων πρὸς τὸν οἶνον, στρέφων τὰ βλέμματά του πρὸς τὸν οἶνον, κωμ. λέξις σχηματισθεῖσα κατὰ τὸ γυναικ-, παιδ-, παρθενοπίπης· ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ Ἀριστοφ. Θεσμ. 393 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.)· ἀλλὰ τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσιν οἰνοπότιδας.
Greek Monolingual
οἰνοπίπης, ὁ (Α)
(κωμ. λ. που σχηματίστηκε κατά τα γυναικοπίπης, παιδοπίπης, παρθενοπίπης) αυτός που στρέφει τα βλέμματα, που χάσκει στη θέα του κρασιού, αυτός που επιθυμεί πολύ το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -οπίπης (< ὀπιπεύω «παρακολουθώ, παραμονεύω»), κατά το παρθενοπίπης.