τετράρρυμος: Difference between revisions
Χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → When a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tetrarrymos | |Transliteration C=tetrarrymos | ||
|Beta Code=tetra/rrumos | |Beta Code=tetra/rrumos | ||
|Definition= | |Definition=τετράρρυμον,<br><span class="bld">A</span> [[with four poles]], i.e. [[eight-horsed]], [[ἅρμα]] [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.51, 6.4.2, Philostr. V A2.42.<br><span class="bld">II</span> [[τετράρυμον ἄμφοδον]] = [[compitus]] ''Glossaria'', [[city block]], [[block of buildings surrounded by four streets]], (from [[ῥύμη]] [[street]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
τετράρρυμον,
A with four poles, i.e. eight-horsed, ἅρμα X.Cyr.6.1.51, 6.4.2, Philostr. V A2.42.
II τετράρυμον ἄμφοδον = compitus Glossaria, city block, block of buildings surrounded by four streets, (from ῥύμη street).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à quatre timons ; à huit chevaux.
Étymologie: τέσσαρες, ῥυμός.
German (Pape)
[ῡ], mit vier Deichseln, achtspännig, Xen. Cyr. 6.1.51.
Russian (Dvoretsky)
τετράρρῡμος: с четырьмя дышлами, т. е. запряженный восьмеркой лошадей (ἅρμα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράρρῡμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥυμούς, δηλ. ὀκτὼ ἵππους, συνεζεύξατο δὲ τὸ ἑαυτοῦ ἅρμα τετράρρυμόν τε καὶ ἐξ ἵππων ὀκτὼ Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51., 4, 2˙ ὡσαύτως τετράρῡμος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις ρυμούς και οκτώ ίππους («συνεζεύξατο... τὸ... ἅρμα τετράρρυμόν τε και ἵππων ὀκτώ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ῥυμός «τιμόνι» (πρβλ. πολύρρυμος)].
Greek Monotonic
τετράρρῡμος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις πώλους, δηλ. οκτώ άλογα, σε Ξεν.