τριγονία: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trigonia | |Transliteration C=trigonia | ||
|Beta Code=trigoni/a | |Beta Code=trigoni/a | ||
|Definition=ἡ, [[the third generation]], πονηρὸς ἐκ τριγονίας | |Definition=ἡ, [[the third generation]], πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17; ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.''Ath.'' 19; εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85 citing Arist. (who does not use the word in ''Ath.''55.3); <b class="b3">οἱ ἐκ τ.</b> ([[varia lectio|v.l.]] [[τριγενείας]]) στιγματίαι Ph.2.446; ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4; <b class="b3">εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν</b>, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.''Or.''4.131c; cf. [[τριγένεια]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />troisième génération, durée de trois générations.<br />'''Étymologie:''' [[τρίγονος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />[[troisième génération]], [[durée de trois générations]].<br />'''Étymologie:''' [[τρίγονος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, the third generation, πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17; ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.Ath. 19; εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85 citing Arist. (who does not use the word in Ath.55.3); οἱ ἐκ τ. (v.l. τριγενείας) στιγματίαι Ph.2.446; ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4; εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.Or.4.131c; cf. τριγένεια.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
troisième génération, durée de trois générations.
Étymologie: τρίγονος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριγονία -ας, ἡ [τρίγονος] derde generatie.
German (Pape)
ἡ, die dritte Zeugung, Generation; πονηρὸς ἐκ τριγονίας, Dem. 58.17; διὰ τριγονίας ἐκ πολιτῶν γεγονώς, Strab. 4.1.5 A.; vgl. Poll. 8.85; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελθεῖν, Plut. Cat. mai. 15.
Russian (Dvoretsky)
τρῐγονία: ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελθεῖν Plut. прожить три поколения.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
τρῐγονία: ἡ, η τρίτη γενιά, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐγονία: ἡ, ἡ τρίτη γενεά, πονηρὸς ἐκ τριγονίας Δημ. 1327. 3˙ οἱ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τριγ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374˙ ἐκ τρ. βασιλεὺς Ἡρῳδιαν. 1. 7˙ εἰς τρ. παραμένειν, προελθεῖν Στράβ. 516, 540˙ πρβλ. τριγένεια, τρίδουλος.
Middle Liddell
τρῐγονία, ἡ,
the third generation, Dem. [from τρίγονος