ἀσυμφανής: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=asymfanis | |Transliteration C=asymfanis | ||
|Beta Code=a)sumfanh/s | |Beta Code=a)sumfanh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀσυμφανές, [[dark]], [[ὑπόνομος]] Arist.''Mir.''836b19; [[obscure]], Porph.''in Ptol.''181: Sup., Dam.''Pr.''38. Adv. [[ἀσυμφανῶς]] [[obscurely]], Arg.4 Ar.''Ra.'', Suid. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[invisible]] ὑπόνομος Arist.<i>Mir</i>.836<sup>b</sup>19.<br /><b class="num">2</b> [[confuso]], [[no claro]] φράσις Porph.<i>in Ptol</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[oscuro]] τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.<i>Pr</i>.38, [[ἀποκάλυψις]] Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.<i>Catech</i>.15.1<br /><b class="num">•</b>οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. [[ser claro, evidente]] Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές [[la obscuridad]] Gr.Agr.<i>Eccl</i>.M.98.1048D.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[oscuramente]], <i>Tz.Comm</i>.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.<br /><b class="num">•</b>[[simbólicamente]] εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente</i> Didym.M.39.689C<br /><b class="num">•</b>[[secretamente]] Basil.M.31.632D. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, undeutlich, VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0380.png Seite 380]] ές, undeutlich, VLL. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀσυμφᾰνής:''' [[невидимый]], [[незаметный]] Arst. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀσυμφᾰνής''': -ές, [[ἀφανής]], [[ἀόρατος]], διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος [[ἀσυμφανής]] ἐστιν [[ὑπόνομος]] Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: [[σκοτεινός]], Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀσυμφανής]], -ές (AM) [[συμφαίνω]]<br />Ι. 1. ο μη [[φανερός]], αυτός που δεν φαίνεται<br /><b>2.</b> ο [[μυστικός]], αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἀσυμφανῶς</i><br /><b>1.</b> [[κρυφά]], [[μυστικά]]<br /><b>2.</b> με [[ασάφεια]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀσυμφανές, dark, ὑπόνομος Arist.Mir.836b19; obscure, Porph.in Ptol.181: Sup., Dam.Pr.38. Adv. ἀσυμφανῶς obscurely, Arg.4 Ar.Ra., Suid.
Spanish (DGE)
-ές
I 1invisible ὑπόνομος Arist.Mir.836b19.
2 confuso, no claro φράσις Porph.in Ptol.181
•oscuro τρόπος ἀσυμφανέστατος Dam.Pr.38, ἀποκάλυψις Cyr.Al.M.71.24B, λόγος Cyr.Al.M.74.500C, de misterios del dogma cristiano, Cyr.Al.M.69.88A, 145A, de parábolas, Cyr.Al.M.72.624C, de la primera venida de Cristo, Cyr.H.Catech.15.1
•οὐκ ἀσυμφανὲς εἶναι, γενέσθαι, etc. ser claro, evidente Cyr.Al.M.68.192B, 70.181A, 71.249B
•neutr. subst. τὸ ἀσυμφανές la obscuridad Gr.Agr.Eccl.M.98.1048D.
II adv. -ῶς oscuramente, Tz.Comm.Ar.3.692.4, del hablar en parábolas, Cyr.Al.M.72.809C, Hsch., Sud.
•simbólicamente εἰς οἶνον ... τὸ ὕδωρ μετέβαλε ἀ. διδάξαι βουληθείς convirtió el agua en vino porque quería enseñar simbólicamente Didym.M.39.689C
•secretamente Basil.M.31.632D.
German (Pape)
[Seite 380] ές, undeutlich, VLL.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυμφᾰνής: невидимый, незаметный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυμφᾰνής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, διὰ δὲ τούτου τοῦ χάσματος ἀσυμφανής ἐστιν ὑπόνομος Ἄριστ. π. Θαυμ. 82, 2: σκοτεινός, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 2. σ. 400Β· - «ἀσυμφανές· περικεκαλυμμένον» Ἡσύχ. - Ἐπίρρ. -νῶς, σκοτεινῶς, «ἀδήλως, αἰνιγματωδῶς, ἐπικεκαλυμμένως» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
ἀσυμφανής, -ές (AM) συμφαίνω
Ι. 1. ο μη φανερός, αυτός που δεν φαίνεται
2. ο μυστικός, αυτός που δεν έχει αποκαλυφθεί στους ανθρώπους
II. επίρρ. ἀσυμφανῶς
1. κρυφά, μυστικά
2. με ασάφεια.