ἐκπέτομαι: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "Étymologie:''' ἐκ," to "Étymologie:''' ἐκ,") |
|||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekpetomai | |Transliteration C=ekpetomai | ||
|Beta Code=e)kpe/tomai | |Beta Code=e)kpe/tomai | ||
|Definition=(ἐκπετ-πέταμαι | |Definition=(ἐκπετ-πέταμαι [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''554b1), fut. -πτήσομαι Ar.''V.''208: aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.''Av.''788; also [[ἐξεπτάμην]] E.''El.''944, Pl.''Ti.''81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios): also in act. form ἐξέπτην Hes.''Op.''98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12: for aor. ἐξεπετάσθην, v. [[πέτομαι]]:—[[fly out]] or [[away]], ll. cc.: metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.''Rh.Pr.''6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b>v. tb. [[ἐκπέταμαι]]; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.<i>Au</i>.788<br />[[echar a volar]], [[volar]] de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ | |dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b>v. tb. [[ἐκπέταμαι]]; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.<i>Au</i>.788<br />[[echar a volar]], [[volar]] de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.<i>V</i>.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.<i>Au</i>.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.<i>HA</i> 600<sup>a</sup>17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.<i>Sign</i>.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come</i> Arist.<i>HA</i> 626<sup>a</sup>32<br /><b class="num">•</b>fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.<i>Rh.Pr</i>.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=s'envoler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πέτομαι]]. | |btext=[[s'envoler]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[πέτομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκπέτομαι:''' ή -[[πέταμαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. | |lsmtext='''ἐκπέτομαι:''' ή -[[πέταμαι]], μέλ. -[[πτήσομαι]], αόρ. βʹ <i>ἐξεπτόμην</i> ή <i>-άμην</i>, και σε Ενεργ. [[ἐξέπτην]]· [[πετώ]] [[μακριά]] απ' τη [[φωλιά]] ή [[πετώ]] προς τα πάνω και [[φεύγω]], σε Ησίοδ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=or -[[πέταμαι]] fut. -[[πτήσομαι]] aor2 ἐξεπτόμην aor2 -άμην act. [[ἐξέπτην]]<br />to fly out or [[away]], Hes., Eur. | |mdlsjtxt=or -[[πέταμαι]] fut. -[[πτήσομαι]] aor2 ἐξεπτόμην aor2 -άμην act. [[ἐξέπτην]]<br />to fly out or [[away]], Hes., Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 24 November 2023
English (LSJ)
(ἐκπετ-πέταμαι Arist.HA554b1), fut. -πτήσομαι Ar.V.208: aor. ἐξεπτόμην, part. -πτόμενος Id.Av.788; also ἐξεπτάμην E.El.944, Pl.Ti.81e, ἐκπτάμενος Ἀθηνᾶ 20.249 (Chios): also in act. form ἐξέπτην Hes.Op.98, Batr.211, Ant. Lib.1.5, Palaeph.12: for aor. ἐξεπετάσθην, v. πέτομαι:—fly out or away, ll. cc.: metaph.,ἔπαινοι Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.
Spanish (DGE)
• Morfología:v. tb. ἐκπέταμαι; aor. part. ἐκπτόμενος Ar.Au.788
echar a volar, volar de aves e insectos στροῦθος ἁνὴρ γίγνεται· ἐκπτήσεται Ar.V.208, ἐκπτόμενος ἂν οὗτος ἠρίστησεν ἐλθὼν οἴκαδε Ar.Au.788, ἰκτῖνοι ἐκ τοιούτων ἐκπετόμενοι χωρίων Arist.HA 600a17, ὄρχιλος ἐξ ὀπῆς ἐκπετόμενος Thphr.Sign.53, ὁ φρῦνος ... ἐπιτηρῶν ἐκπετομένας (μελίττας) κατεσθίει el sapo acechando a las (abejas) que van volando se las come Arist.HA 626a32
•fig. οἱ ἔπαινοι ... Ἔρωσι μικροῖς ἐοικότες ... ἐκπετόμενοι Luc.Rh.Pr.6.
German (Pape)
[Seite 772] = ἐκπέταμαι, part. praes., Arist. H. A. 9, 40 (626, 32).
French (Bailly abrégé)
s'envoler.
Étymologie: ἐκ, πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπέτομαι: (aor. 2 ἐξέπτην) вылетать, улетать (τινος Batr.; θὺραζε Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπέτομαι: ἢ -πέταμαι (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 6., 5. 22, 12): μέλλ. -πτήσομαι Εὐρ. Ἠρ. 944, Ἀριστοφ. Σφ. 208· ἀόρ. ἐξεπτόμην ἢ -άμην ὁ αὐτ. Ὄρν. 788, ἀλλ᾿ ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ. τύπῳ ἐξέπτην, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 98, Βατραχμ. 211· περὶ τοῦ ἀορ. ἐξεπετάσθην ἴδε πέτομαι· «ξεπετῶ», πετῶ καὶ φεύγω.
Greek Monolingual
ἐκπέτομαι και ἐκπέταμαι (Α)
1. πετώ και φεύγω
2. απομακρύνομαι, χάνομαι, εξαφανίζομαι
3. φρ. «ἐκπέτομαι περί τι ή τινά» — πετώ γύρω γύρω.
Greek Monotonic
ἐκπέτομαι: ή -πέταμαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ ἐξεπτόμην ή -άμην, και σε Ενεργ. ἐξέπτην· πετώ μακριά απ' τη φωλιά ή πετώ προς τα πάνω και φεύγω, σε Ησίοδ., Ευρ.
Middle Liddell
or -πέταμαι fut. -πτήσομαι aor2 ἐξεπτόμην aor2 -άμην act. ἐξέπτην
to fly out or away, Hes., Eur.