ἀκατονόμαστος: Difference between revisions
μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε → do not judge, or you will be judged | do not judge, lest you should be judged | judge not, that ye be not judged | judge not, that you be not judged | do not judge, so that you will not be judged | do not judge so that you will not be judged | do not judge lest you be judged | do not judge, so that you won't be judged | you shall not judge, lest you be judged | don't condemn others, and God won't condemn you | judge not, that you may not be judged | stop judging so that you will not be judged | do not judge others, so that God will not judge you
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatonomastos | |Transliteration C=akatonomastos | ||
|Beta Code=a)katono/mastos | |Beta Code=a)katono/mastos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατονόμαστον, [[nameless]], ποιότης Epicur.''Fr.''314, cf. [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''21, Archig. ap. Gal.8.592; θεός Ph. 1.630, al. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /> | |btext=ος, ον :<br />[[qu'on ne désigne]], [[qu'on ne peut désigner par aucun nom]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], κατονομάζω. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:16, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατονόμαστον, nameless, ποιότης Epicur.Fr.314, cf. D.H.Comp.21, Archig. ap. Gal.8.592; θεός Ph. 1.630, al.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀκατωνόμαστος Gal.14.740, Gr.Nyss.Tres dei 42.20 (var.)
I 1que no tiene nombre ποιότης Epicur.Fr.[158] 11, θεός Ph.1.630, 2.597, cf. D.H.Comp.21.4, Gal.l.c.
2 innombrable, que no puede ser nombrado o llamado por su nombre del quinto elemento que unido a los otros cuatro forma el mundo, Arist.Fr.27 p.96 Ross, de Dios τῆς ἀρρήτου καὶ ἀκατονομάστου ... ὑποστάσεως τοῦ πατρός Origenes Princ.4.4.1, cf. Gr.Nyss.Tres dei 42.20, de la generación del Hijo, Eus.M.20.1388B.
II adv. -ως anónimamente e.e. sin nombre de cualidad a partir del cual pueda derivarse paronímicamente un término, Elias in Cat.234.12, 235.1, 10, Olymp.in Cat.127.14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on ne désigne, qu'on ne peut désigner par aucun nom.
Étymologie: ἀ, κατονομάζω.
German (Pape)
unnennbar, ποιότης Plut. adv. Col. 20; unbenannt.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατονόμαστος: не имеющий названия, безымянный (ποιότης Epicur. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατονόμαστος: -ον, = ἀνώνυμος, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 898D: ἀκ. χόνδρος, ὁ κρικοειδὴς τοῦ λάρυγγος χόνδρος, Greenhill Θεόφιλ. σ. 110.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατονόμαστος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατονομάζεται, που δεν τον καλούμε με τ’ όνομά του
2. αυτός που δεν μπορεί να κατονομαστεί λόγω της απρέπειας ή της αισχρότητας του
«ακατονόμαστα όργια»
μσν.
εκείνος, τον οποίο δεν μπορούμε να κατονομάσουμε λόγω της απεραντοσύνης και του μεγαλείου του (αποδίδεται στον Θεό)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει όνομα, ο ανώνυμος
«Θεὸς ἀκατονόμαστος» (Φίλ. 1.630)
2. «ἀκατονόμαστος χόνδρος» — ο κρικοειδής χόνδρος του λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κατονομάζω
ο τ. ἀκατονόμαστος, που ακούγεται συχνά, προέρχεται είτε από εξακολουθητική αφομοίωση του ο σε α (λόγω του προηγουμένου α) είτε από αποκατάσταση του πλήρους τύπου της προθέσεως κατά χάριν της ετυμολογικής διαφάνειας του α' συνθετικού
πρβλ. και αποθανατίζω αντί απαθανατίζω].