ὀλολυγών: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ololygon
|Transliteration C=ololygon
|Beta Code=o)lolugw/n
|Beta Code=o)lolugw/n
|Definition=όνος, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[croaking of the male frog]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>536a11</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>9.13</span>; [[note of water-creatures]], ib.<span class="bibl">6.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in <span class="bibl">Theoc.7.139</span>, <span class="bibl">Arat.948</span>, an unknown [[animal]], evidently named from its note : some take it for [[a small owl]], others for a [[singing bird]], others again for the <b class="b2">tree-frog;</b> cf. <span class="bibl">Eub.104</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sign.</span>42</span>, <span class="title">AP</span>5.291.5 (Agath.).</span>
|Definition=-όνος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[croaking of the male frog]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''536a11, Ael.''NA''9.13; [[note]] of water-creatures, ib.6.19.<br><span class="bld">II</span> in Theoc.7.139, Arat.948, an unknown [[animal]], evidently named from its note: some take it for a small [[owl]], others for a [[singing bird]], others again for the tree-frog; cf. Eub.104, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Sign.''42, ''AP''5.291.5 (Agath.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0325.png Seite 325]] ῶνος, ἡ, wie [[ὀλολυγή]], 1) jedes laute Geschrei, sowohl der Klage als der Freude. Bes. der Liebesruf der männlichen Frösche, vgl. Arist. H. A. 4, 9; Plut. sol. an. 34. – 2) ein von seiner Stimme so genanntes Thier; Theocr. 7, 139; τρύζει, Arat. 948; Agath. 25 (V, 292); Eubul. bei Ath. XV, 679 b; Ael. H. A. 6, 19; nach Einigen ein Sprosser, od. das Käuzlein, od. der Laubfrosch, wie nach Theon zu Arat. Einige erklärten [[ζῷον]] [[λιμναῖον]]. Vgl. noch Parthen. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0325.png Seite 325]] ῶνος, ἡ, wie [[ὀλολυγή]], 1) jedes laute Geschrei, sowohl der Klage als der Freude. Bes. der Liebesruf der männlichen Frösche, vgl. Arist. H. A. 4, 9; Plut. sol. an. 34. – 2) ein von seiner Stimme so genanntes Tier; Theocr. 7, 139; τρύζει, Arat. 948; Agath. 25 (V, 292); Eubul. bei Ath. XV, 679 b; Ael. H. A. 6, 19; nach Einigen ein Sprosser, od. das Käuzlein, od. der Laubfrosch, wie nach Theon zu Arat. Einige erklärten [[ζῷον]] [[λιμναῖον]]. Vgl. noch Parthen. 11.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀλολῡγών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1</b> кваканье лягушек-самцов Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> неизвестное нам животное, предполож. сыч, по по друг. - древесная лягушка Theocr.
|elrutext='''ὀλολῡγών:''' ῶνος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[кваканье лягушек-самцов]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[неизвестное нам животное]], предполож. [[сыч]], по по друг. - древесная лягушка Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλολυγών]], -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]] από [[χαρά]] ή από [[κλάμα]]<br /><b>2.</b> η ερωτική [[κραυγή]] του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για [[οχεία]] («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῦσιν, [[ὅταν]] ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ζώου που ονομάστηκε [[έτσι]] από τη [[φωνή]] του, πιθ. η μικρή [[κουκουβάγια]] ή η [[τσίχλα]] ή ο [[βάτραχος]] («ἁ δ' ὀλολυγῶν [[τηλόθεν]] ἐν πυκιναῑσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀλολυγών]]<br />ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ [[οὕτως]] ἔλεγον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλολυγ</i>- του [[ὀλολύζω]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀλολυγ</i>-<i>ή</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>όνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αηδ</i>-<i>ών</i>, <i>αρηγ</i>-<i>ών</i>)].
|mltxt=[[ὀλολυγών]], -όνος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> δυνατή [[φωνή]], [[κραυγή]] από [[χαρά]] ή από [[κλάμα]]<br /><b>2.</b> η ερωτική [[κραυγή]] του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για [[οχεία]] («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῦσιν, [[ὅταν]] ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είδος]] ζώου που ονομάστηκε [[έτσι]] από τη [[φωνή]] του, πιθ. η μικρή [[κουκουβάγια]] ή η [[τσίχλα]] ή ο [[βάτραχος]] («ἁ δ' ὀλολυγῶν [[τηλόθεν]] ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὀλολυγών]]<br />ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ [[οὕτως]] ἔλεγον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλολυγ</i>- του [[ὀλολύζω]] ([[πρβλ]]. [[ὀλολυγή]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ών</i>, -<i>όνος</i> (<b>πρβλ.</b> [[αηδών]], [[αρηγών]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 07:40, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλολῡγών Medium diacritics: ὀλολυγών Low diacritics: ολολυγών Capitals: ΟΛΟΛΥΓΩΝ
Transliteration A: ololygṓn Transliteration B: ololygōn Transliteration C: ololygon Beta Code: o)lolugw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ,
A croaking of the male frog, Arist.HA536a11, Ael.NA9.13; note of water-creatures, ib.6.19.
II in Theoc.7.139, Arat.948, an unknown animal, evidently named from its note: some take it for a small owl, others for a singing bird, others again for the tree-frog; cf. Eub.104, Thphr. Sign.42, AP5.291.5 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 325] ῶνος, ἡ, wie ὀλολυγή, 1) jedes laute Geschrei, sowohl der Klage als der Freude. Bes. der Liebesruf der männlichen Frösche, vgl. Arist. H. A. 4, 9; Plut. sol. an. 34. – 2) ein von seiner Stimme so genanntes Tier; Theocr. 7, 139; τρύζει, Arat. 948; Agath. 25 (V, 292); Eubul. bei Ath. XV, 679 b; Ael. H. A. 6, 19; nach Einigen ein Sprosser, od. das Käuzlein, od. der Laubfrosch, wie nach Theon zu Arat. Einige erklärten ζῷον λιμναῖον. Vgl. noch Parthen. 11.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ἡ) :
1 cri aigu de certaines grenouilles;
2 sorte de chouette, oiseau ou, selon d'autres, de grenouille, animal.
Étymologie: ὀλολύζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀλολῡγών: ῶνος ὁ
1 кваканье лягушек-самцов Arst., Plut.;
2 неизвестное нам животное, предполож. сыч, по по друг. - древесная лягушка Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολῡγών: -όνος, ἡ, (ὀλολύζω) ἡ κραυγὴ τοῦ ἄρρενος βατράχου ὅταν ἀνακαλῆται τὴν θήλειαν πρὸς ὀχείαν, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 11, Αἰλ. π. Ζ. 9. 13. ΙΙ. ἐν Θεοκρ. 7. 139, Ἀράτ. 948, ἄγνωστόν τι ζῷον, φανερῶς ὀνομασθὲν ἀπὸ τῆς φωνῆς αὐτοῦ· τινὲς ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς μικρὰν γλαῦκα, ἕτεροι ὡς κίχλην καὶ ἄλλοι ὡς βάτραχον· πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 2. 6, Αἰλ. π. Ζ. 6. 19. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀλολυγών· ζῳύφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ [καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον]».

Greek Monolingual

ὀλολυγών, -όνος, ἡ (Α)
1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα
2. η ερωτική κραυγή του αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῦσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς θηλείας πρὸς τὴν ὀχείαν», Αριστοτ.)
2. είδος ζώου που ονομάστηκε έτσι από τη φωνή του, πιθ. η μικρή κουκουβάγια ή η τσίχλα ή ο βάτραχος («ἁ δ' ὀλολυγῶν τηλόθεν ἐν πυκιναῖσι βάτων τρύζεσκεν ἀκάνθαις», Θεόκρ.)
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὀλολυγών
ζῳΰφιον γινόμενον ἐν ὕδασιν ὅμοιον ἐντέρῳ καὶ τοὺς εὐήθεις δὲ οὕτως ἔλεγον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀλολυγ- του ὀλολύζω (πρβλ. ὀλολυγή) + κατάλ. -ών, -όνος (πρβλ. αηδών, αρηγών)].

Greek Monotonic

ὀλολῡγών: -όνος, ἡ (ὀλολύζω), άγνωστο ζώο, που πήρε το όνομά του από τη χροιά της φωνής του· πιθ., είδος κουκουβάγιας, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὀλολῡγών, όνος, ἡ, ὀλολύζω
an unknown animal, named from its note: prob. a kind of owl, Theocr.