ἰκτεριώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ikteriodis | |Transliteration C=ikteriodis | ||
|Beta Code=i)kteriw/dhs | |Beta Code=i)kteriw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἰκτεριῶδες = [[ἰκτερικός]] ([[jaundiced]], [[sick with the jaundice]]), Hp.''Aph.''5.72, Dsc.3.1; and [[ἰκτερόεις]], [[ἰκτερόεσσα]], [[ἰκτερόεν]], χλόος Nic.''Al.'' 475. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 06:33, 26 August 2023
English (LSJ)
ἰκτεριῶδες = ἰκτερικός (jaundiced, sick with the jaundice), Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερόεις, ἰκτερόεσσα, ἰκτερόεν, χλόος Nic.Al. 475.
Greek Monolingual
ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].
German (Pape)
ες, gelbsüchtig, Hippocr.