αὐτόστονος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aftostonos | |Transliteration C=aftostonos | ||
|Beta Code=au)to/stonos | |Beta Code=au)to/stonos | ||
|Definition= | |Definition=αὐτόστονον, [[lamenting for oneself]], γόος A.''Th.''916 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:57, 25 August 2023
English (LSJ)
αὐτόστονον, lamenting for oneself, γόος A.Th.916 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
que resuena por sí mismo, e.d. no por bocas mercenarias, γόος A.Th.917.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui gémit sur soi-même.
Étymologie: αὐτός, στένω.
German (Pape)
bei sich seufzend, Aesch. Spt. 899.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόστονος: стонущий о своей участи Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόστονος: -ον, ὁ στενάζων ἤ θρηνῶν δι’ ἑαυτόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 916.
Greek Monolingual
αὐτόστονος, -ον (Α)
αυτός που στενάζει για τα βάσανά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + στόνος «στεναγμός» < στένω (πρβλ. αγάστονος, βαρύστονος)].
Greek Monotonic
αὐτόστονος: -ον (στένω), αυτός που θρηνεί για ή προς τον εαυτό του, σε Αισχύλ.