καπροφόνος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaprofonos | |Transliteration C=kaprofonos | ||
|Beta Code=kaprofo/nos | |Beta Code=kaprofo/nos | ||
|Definition= | |Definition=καπροφόνον, [[killing wild boars]], κύων ''AP''9.83 (Phil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
καπροφόνον, killing wild boars, κύων AP9.83 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1324] Eber tödtend, κύων, Philp. 72 (IX, 83).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue des sangliers.
Étymologie: κάπρος, πεφνεῖν.
Russian (Dvoretsky)
καπροφόνος: убивающий кабанов (κύων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
καπροφόνος: -ον, ὁ φονεύων κάπρους, καπροφόνος κύων Ἀνθ. Π. 9. 83.
Greek Monolingual
καπροφόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδροφόνος, δολοφόνος.
Greek Monotonic
καπροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.