σιτολόγος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sitologos | |Transliteration C=sitologos | ||
|Beta Code=sito/logos | |Beta Code=sito/logos | ||
|Definition=(parox.), ὁ, [[collector of corn]], [[keeper of the public granary]], PHib.1.42.4 (iii B.C.), | |Definition=(parox.), ὁ, [[collector of corn]], [[keeper of the public granary]], PHib.1.42.4 (iii B.C.), ''Sammelb.''4512.12 (ii B.C.), ''Ostr.''295, ''PAmh.''2.59 (ii B.C.), ''PTeb.''123.5 (i B.C.), etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:56, 25 August 2023
English (LSJ)
(parox.), ὁ, collector of corn, keeper of the public granary, PHib.1.42.4 (iii B.C.), Sammelb.4512.12 (ii B.C.), Ostr.295, PAmh.2.59 (ii B.C.), PTeb.123.5 (i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 885] Getreide od. übh. Fourage lesend, sammelnd, herbeischaffend, fouragirend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
collecteur de blé.
Étymologie: σῖτος, λέγω².
Greek (Liddell-Scott)
σῑτολόγος: ὁ, (λέγω) ὁ συλλέγων σῖτον ἢ ζωοτροφίας, Ἐπιγραφ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 486b. A, πρβλ. σιταγέρτης.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
στρατιώτης που μετείχε σε ομάδα συγκέντρωσης σιτηρών και άλλων τροφίμων, με διαρπαγή, σε ξένη χώρα
αρχ.
ο φύλακας δημόσιας σιταποθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λόγος].
Greek Monotonic
σιτολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που συλλέγει δημητριακά ή ζωοτροφές με επιδρομές.