χειροπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheiroplithis
|Transliteration C=cheiroplithis
|Beta Code=xeiroplhqh/s
|Beta Code=xeiroplhqh/s
|Definition=ές, [[filling the hand]], [[as large as can be held in the hand]], λίθοι <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>3.3.17</span>; κορύνη <span class="bibl">Theoc. 25.63</span>; ἀγκάλισμα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>14</span>; χ. μέγεθος [[handful]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.2.7</span>; so χ. δέσμη Dsc.1.8, etc.; neut., ἀλφίτων χειροπληθές <span class="title">Gp.</span>14.17.2. Adv. <b class="b3">-θῶς</b> [[by handfuls]], Sch.<span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>20</span>.
|Definition=χειροπληθές, [[filling the hand]], [[as large as can be held in the hand]], λίθοι X.''An.''3.3.17; κορύνη Theoc. 25.63; ἀγκάλισμα Luc.''Am.''14; χ. μέγεθος [[handful]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.2.7; so χ. δέσμη Dsc.1.8, etc.; neut., ἀλφίτων χειροπληθές ''Gp.''14.17.2. Adv. [[χειροπληθῶς]] = [[by handfuls]], Sch.Luc.''Tim.''20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χεροπληθής]], -ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀλφίτων χειροπληθές» — μια [[χούφτα]] [[αλεύρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />τόσο [[μεγάλος]] ώστε να γεμίζει την [[παλάμη]] κάποιου, να μπορεί [[κανείς]] να τον κρατήσει στην [[παλάμη]] του (α. «χειροπληθεῖς λίθοι», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[χειροπληθής]] [[κορύνη]]», <b>Θεόκρ.</b><br />γ. «χειροπληθὲς [[μέγεθος]]», Θεοφρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροπληθῶς</i> Α<br />τόσο όσο μπορεί να χωρέσει στην [[παλάμη]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), <b>πρβλ.</b> <i>κοσμο</i>-<i>πληθής</i>].
|mltxt=και [[χεροπληθής]], -ές, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀλφίτων χειροπληθές» — μια [[χούφτα]] [[αλεύρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />τόσο [[μεγάλος]] ώστε να γεμίζει την [[παλάμη]] κάποιου, να μπορεί [[κανείς]] να τον κρατήσει στην [[παλάμη]] του (α. «χειροπληθεῖς λίθοι», <b>Ξεν.</b><br />β. «[[χειροπληθής]] [[κορύνη]]», <b>Θεόκρ.</b><br />γ. «χειροπληθὲς [[μέγεθος]]», Θεοφρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>χειροπληθῶς</i> Α<br />τόσο όσο μπορεί να χωρέσει στην [[παλάμη]] του χεριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]]), [[πρβλ]]. [[κοσμοπληθής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροπληθής Medium diacritics: χειροπληθής Low diacritics: χειροπληθής Capitals: ΧΕΙΡΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: cheiroplēthḗs Transliteration B: cheiroplēthēs Transliteration C: cheiroplithis Beta Code: xeiroplhqh/s

English (LSJ)

χειροπληθές, filling the hand, as large as can be held in the hand, λίθοι X.An.3.3.17; κορύνη Theoc. 25.63; ἀγκάλισμα Luc.Am.14; χ. μέγεθος handful, Thphr. HP 4.2.7; so χ. δέσμη Dsc.1.8, etc.; neut., ἀλφίτων χειροπληθές Gp.14.17.2. Adv. χειροπληθῶς = by handfuls, Sch.Luc.Tim.20.

German (Pape)

[Seite 1346] ές, die Hände füllend, λίθος Xen. An. 3, 3,17, κορύνη Theocr. 25, 63, so groß man es mit der Hand fassen kann, Theophr. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
assez gros pour remplir la main.
Étymologie: χείρ, πλῆθος.

Russian (Dvoretsky)

χειροπληθής: (легко) охватываемый ладонью, умещающийся в руке (λίθος Xen.; κορύνη Theocr.): ἀγκάλισμα χειροπληθές Luc. - см. ἀγκάλισμα.

Greek (Liddell-Scott)

χειροπληθής: -ές, ὁ πληρῶν τὴν χεῖρα, τόσον μέγας ὅσον δύναται νὰ περιλάβῃ ἢ κρατήσῃ ἡ χείρ, χειροπληθέσι τοῖς λίθοις σφενδονᾶν Ξεν. Ἀν. 3. 3, 17· κορύθη Θεόκρ. 25. 63· ἀγκάλισμα χειροπληθὲς Λουκ. Ἔρωτ. 14· - παρὰ τοῖς ἰατρ. συγγραφ., χ. δέσμη, δέσμη πληροῦσα τὴν χεῖρα, Διοσκ. 1.7, κλπ.· οὕτως οὐδ., ἀλφίτων χειροπληθὲς Γεωπ. 14.17, 2. - Ἐπίρρ. -θῶς, Σχόλ. εἰς Λουκ. Τίμ. 20.

Greek Monolingual

και χεροπληθής, -ές, ΜΑ
μσν.
φρ. «ἀλφίτων χειροπληθές» — μια χούφτα αλεύρι
αρχ.
τόσο μεγάλος ώστε να γεμίζει την παλάμη κάποιου, να μπορεί κανείς να τον κρατήσει στην παλάμη του (α. «χειροπληθεῖς λίθοι», Ξεν.
β. «χειροπληθής κορύνη», Θεόκρ.
γ. «χειροπληθὲς μέγεθος», Θεοφρ.).
επίρρ...
χειροπληθῶς Α
τόσο όσο μπορεί να χωρέσει στην παλάμη του χεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. κοσμοπληθής].

Greek Monotonic

χειροπληθής: -ές (πλῆθος), αυτός που γεμίζει τα χέρια, λίθος, σε Ξεν.· κορύνη, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

χειρο-πληθής, ές πλῆθος
filling the hand, as large as can be held in the hand, λίθος Xen.; κορύνη Theocr.