ἐπιδεκτικός: Difference between revisions
ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epidektikos | |Transliteration C=epidektikos | ||
|Beta Code=e)pidektiko/s | |Beta Code=e)pidektiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιδεκτική, ἐπιδεκτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of containing]] πόλεων Str.3.4.13.<br><span class="bld">2</span>. [[capable of]], c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.''Ir.''p.81 W.; [[admitting]], ἄρθρου A.D.''Pron.''63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon ''Prog.''10; [[receptive]], <b class="b3">ἐ. αἴτιον</b>, opp. [[ποιητικόν]], Alex.Aphr.''Febr.''25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /> | |btext=ή, όν :<br />[[capable de]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιδέχομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιδεκτική, ἐπιδεκτικόν,
A capable of containing πόλεων Str.3.4.13.
2. capable of, c.gen., Chrysipp.Stoic.2.64, Phld.Ir.p.81 W.; admitting, ἄρθρου A.D.Pron.63.19; γύμνασμα ἐ. ἠθῶν καὶ παθῶν Theon Prog.10; receptive, ἐ. αἴτιον, opp. ποιητικόν, Alex.Aphr.Febr.25.
German (Pape)
[Seite 935] ή, όν, aufnehmend, τινός, Sp.; οὔτε ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστιν Strab. III, 163.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
capable de.
Étymologie: ἐπιδέχομαι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιδεκτικός, -ή, -όν) επιδέχομαι
αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.)
αρχ.
1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ πολλῶν ἐστι»)
2. εκείνος με τον οποίο ασκείται κάποιος σε κάτι («γύμνασμα ἐπιδεκτικὸν ἠθῶν καὶ παθῶν»).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδεκτικός: досл. вмещающий, перен. (к чему-л.) восприимчивый или способный (κάλλους Plut.): τὸ ἐπιδεκτικὸν τοῦ γενέσθαι Plut. то, что может произойти, возможное.