μελίγλωσσος: Difference between revisions
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meliglossos | |Transliteration C=meliglossos | ||
|Beta Code=meli/glwssos | |Beta Code=meli/glwssos | ||
|Definition= | |Definition=μελίγλωσσον, [[honey-tongued]], πειθοῦς ἐπαοιδαί A. ''Pr.''173 (anap.); ἀοιδαί B. ''Fr.''3.2; [[ἀηδών]], of a poet, Id.3.97; ἔπη Ar. ''Av.''908 (lyr.); Πιερίδες ''Epigr.Gr.'' 228a2 (Ephesus). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
μελίγλωσσον, honey-tongued, πειθοῦς ἐπαοιδαί A. Pr.173 (anap.); ἀοιδαί B. Fr.3.2; ἀηδών, of a poet, Id.3.97; ἔπη Ar. Av.908 (lyr.); Πιερίδες Epigr.Gr. 228a2 (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 122] honigzungig, süß, angenehm redend; πειθώ, Aesch. Prom. 172; ἔπη, Ar. Av. 908.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la langue de miel, à la douce parole.
Étymologie: μέλι, γλῶσσα.
Russian (Dvoretsky)
μελίγλωσσος: сладкоречивый (πειθώ Aesch.; ἔπη Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μελίγλωσσος: -ον, ὁ ἔχων ἡδεῖαν γλῶσσαν, πειθὼ Αἰσχύλ. Πρ. 172· μελιγλώσσου τις ὑμνήσει χάριν Κηΐας ἀηδόνος Βακχυλ. ΙΙΙ, 97· μελιγλώσσων τ’ ἀοιδᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 4 [13]· ἔπη Ἀριστοφ. Ὄρν. 908· Πιερίδες Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. (προσθῆκαι) 228α. 2.
Greek Monolingual
μελίγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γλῶσσα (πρβλ. βαρβαρόγλωσσος, χρυσόγλωσσος)].
Greek Monotonic
μελίγλωσσος: -ον (γλῶσσα), αυτός που έχει γλυκιά γλώσσα, φωνή, σε Αισχύλ., Αριστοφ.