συμφόρησις: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=symforisis | |Transliteration C=symforisis | ||
|Beta Code=sumfo/rhsis | |Beta Code=sumfo/rhsis | ||
|Definition=εως, ἡ, < | |Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[bringing together]], Plu.''Per.''34, ''Oth.''14; of the [[concourse]] of atoms, Epicur.''Ep.''1p.18U.<br><span class="bld">II</span> [[collection]], προτάσεων Plot.5.8.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] [[het bijeenbrengen]], [[verzameling]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A bringing together, Plu.Per.34, Oth.14; of the concourse of atoms, Epicur.Ep.1p.18U.
II collection, προτάσεων Plot.5.8.4.
German (Pape)
[Seite 992] ἡ, das Zusammentragen, Anhäufen; Plut. Pericl. 34; D. L. 10, 59.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
rassemblement, foule.
Étymologie: συμφορέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] het bijeenbrengen, verzameling.
Russian (Dvoretsky)
συμφόρησις: εως ἡ
1 снесение в одно место, складывание (sc. τῶν νεκρῶν Plut.);
2 скопление, наплыв (τοῦ πλήθους εἰς τὸ ἄστυ Plut.).
Greek Monotonic
συμφόρησις: ἡ, συγκέντρωση σ' ένα σημείο, συσσώρευση, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συμφόρησις: ἡ, τὸ φέρειν ὁμοῦ, συσσώρευσις, συμφόρησις εἰς τὸ ἄστυ τοῦ χωρικοῦ πλήθους Πλουτ. Περικλ. 34, Ὄθων 14. ΙΙ. = τῷ προηγ., Πλωτῖν. 2. 1009.
Middle Liddell
συμφόρησις, εως, [from συμφορέω
a bringing together, Plut.
Mantoulidis Etymological
(=συσσώρευση, συγκέντρωση). Ἀπό τό συμφορῶ (=συγκεντρώνω), πού παράγεται ἀπό τό σύμφορος, του συμφέρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.