ἐκπάτιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekpatios
|Transliteration C=ekpatios
|Beta Code=e)kpa/tios
|Beta Code=e)kpa/tios
|Definition=ον, ([[πάτος]]) [[out of the common path]]: [[excessive]], ἄλγεα A.Ag.49 (anap.); expld. by Sch. as [[lonely]]. Adv. [[ἐκπατίως]] [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐκπάγλως]] (ap.Erot.) in Hp.Mul.2.171.
|Definition=ἐκπάτιον, ([[πάτος]]) [[out of the common path]]: [[excessive]], ἄλγεα A.Ag.49 (anap.); expld. by Sch. as [[lonely]]. Adv. [[ἐκπατίως]] [[varia lectio|v.l.]] for [[ἐκπάγλως]] (ap.Erot.) in Hp.Mul.2.171.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 09:14, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπᾰ́τιος Medium diacritics: ἐκπάτιος Low diacritics: εκπάτιος Capitals: ΕΚΠΑΤΙΟΣ
Transliteration A: ekpátios Transliteration B: ekpatios Transliteration C: ekpatios Beta Code: e)kpa/tios

English (LSJ)

ἐκπάτιον, (πάτος) out of the common path: excessive, ἄλγεα A.Ag.49 (anap.); expld. by Sch. as lonely. Adv. ἐκπατίως v.l. for ἐκπάγλως (ap.Erot.) in Hp.Mul.2.171.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1sent. dud., quizá extremo, excesivo ἄλγη A.A.49.
2 quizá anómalo ἐκπάτιον· ἀνόμοιον Hsch.
II adv. -ως anómalamente, de modo anómalo o quizá de modo extremo Hp. en Erot.41.16 (var de ἐκπάγλως).

German (Pape)

[Seite 771] von der gewöhnlichen Bahn abweichend, außerordentlich, ἄλγος Aesch. Ag. 50.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sort des routes frayées, extraordinaire, énorme.
Étymologie: ἐκ, πατέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπάτιος: (ᾰ) следующий по необычному пути, перен. необыкновенный, чрезвычайный (ἄλγεα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπάτιος: ᾰ, α, ον, (πάτος) ἔξω τοῦ κοινοῦ δρόμου, ἀσυνήθης, ὑπερβολικός, ἐκπατίοις ἄλγεσι παίδων Αἰσχύλ. Ἀγ. 50, ἔνθα ἄλλοι ἄλλως ἑρμηνεύουσιν. - Ἐπίρρ. ἐκπατίως, «τὸ ἐκτρόπως καὶ παραδόξως, ἐκπατίως» Γρηγόρ. Κορίνθου, σ. 566, ἔκδ. Schaefer, πρβλ. Ἐρωτιαν. σ. 170.

Greek Monolingual

ἐκπάτιος, -ον και -ος, -α, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται έξω από τον δρόμο, ασυνήθιστος, υπερβολικός.

Greek Monotonic

ἐκπάτιος: [ᾱ], -α, -ον (πάτος), αυτός που βρίσκεται έξω από το συνήθη δρόμο, παραστρατημένος· υπερβολικός, υπέρμετρος, σφοδρός, βίαιος, τερατώδης, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐκ-πά¯τιος, η, ον πάτος
out of the common path: excessive, vehement, Aesch.