ταμεσίχρως: Difference between revisions
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tamesichros | |Transliteration C=tamesichros | ||
|Beta Code=tamesi/xrws | |Beta Code=tamesi/xrws | ||
|Definition=οος, ὁ, ἡ, (τάμνω) [[cutting the skin]], [[wounding]], [[χαλκός]], [[ἐγχεῖαι]], | |Definition=οος, ὁ, ἡ, ([[τάμνω]]) [[cutting the skin]], [[wounding]], [[χαλκός]], [[ἐγχεῖαι]], Il.4.511, 13.340. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:16, 25 August 2023
English (LSJ)
οος, ὁ, ἡ, (τάμνω) cutting the skin, wounding, χαλκός, ἐγχεῖαι, Il.4.511, 13.340.
German (Pape)
[Seite 1065] οος, die Haut, den Leib schneidend, verwundend; ταμεσίχροα χαλκόν, Il. 4, 511. 23, 803; ἐγχείας ταμεσίχροας, 13, 340; sp. D., wie Paul. Sil. 40 (XI, 60).
French (Bailly abrégé)
οος (ὁ, ἡ)
qui coupe la peau, qui déchire le corps.
Étymologie: ταμεῖν, χρώς.
Russian (Dvoretsky)
τᾰμεσίχρως: οος adj. разрезающий кожу, ранящий (ἐγχείη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰμεσίχρως: οος, ὁ, ἡ, (τάμνω) ὁ τέμνων τὸ δέρμα, τραυματίζων, χαλκός, ἐγχείη Ἰλ. Δ. 511, Ν. 340.
English (Autenrieth)
οος (τάμνω, χρώς): cutting the skin, sharp-cutting. (Il.)
Greek Monolingual
-οος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β' ταμεῖν του ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. του τύπου τερψίμ-βροτος (βλ. λ. τέρπω) + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)].
Greek Monotonic
τᾰμεσίχρως: ὁ, ἡ (τέμνω), αυτός που κόβει το δέρμα, που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.