πάροιθεν: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561
m (Text replacement - ", -θεν." to ", -θεν.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αιολ. τ. [[πάροιθα]] Α<br /><b>1.</b> (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κάτι]] (α. «πάροιθ' αὐτοῑο καθέζετο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (πρόθ. με γεν.) [[πριν]] («πάροιθεν ἐμοῦ» — [[πριν]] από μένα, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως επίρρ. τοπ.) [[εμπρός]], από [[μπροστά]] («[[πάροιθε]] δὲ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] [[φάος]] ἐποίει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως επίρρ. χρον.) [[προηγουμένως]], πρωτύτερα («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> ([[συχνά]] και με [[άρθρο]]) α) <i>τὸ πάροιθεν</i><br />[[προηγουμένως]]<br />β) <i>τῶν [[πάροιθε]]<br />τών προηγούμενων ανθρώπων, τών προγόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρη τοπική [[πτώση]] <i>πάροι</i> (<b>πρβλ.</b> συγκρ. <i>παροί</i>-<i>τερος</i>) του επιρρ. [[πάρος]] «[[προηγουμένως]], πρωτύτερα, από παλαιά» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θε</i>(<i>ν</i>) / -<i>θα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ανέκα</i>-<i>θεν</i>)].
|mltxt=και αιολ. τ. [[πάροιθα]] Α<br /><b>1.</b> (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, [[μπροστά]] σε κάποιον ή [[κάτι]] (α. «πάροιθ' αὐτοῖο καθέζετο», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (πρόθ. με γεν.) [[πριν]] («πάροιθεν ἐμοῦ» — [[πριν]] από μένα, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (ως επίρρ. τοπ.) [[εμπρός]], από [[μπροστά]] («[[πάροιθε]] δὲ Παλλὰς [[Ἀθήνη]] [[φάος]] ἐποίει», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> (ως επίρρ. χρον.) [[προηγουμένως]], πρωτύτερα («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>5.</b> ([[συχνά]] και με [[άρθρο]]) α) <i>τὸ πάροιθεν</i><br />[[προηγουμένως]]<br />β) <i>τῶν [[πάροιθε]]<br />τών προηγούμενων ανθρώπων, τών προγόνων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρη τοπική [[πτώση]] <i>πάροι</i> (<b>πρβλ.</b> συγκρ. <i>παροί</i>-<i>τερος</i>) του επιρρ. [[πάρος]] «[[προηγουμένως]], πρωτύτερα, από παλαιά» <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>θε</i>(<i>ν</i>) / -<i>θα</i> ([[πρβλ]]. [[ανέκαθεν]])].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=s. [[πάροιθε]].
|ptext=s. [[πάροιθε]].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροιθεν Medium diacritics: πάροιθεν Low diacritics: πάροιθεν Capitals: ΠΑΡΟΙΘΕΝ
Transliteration A: pároithen Transliteration B: paroithen Transliteration C: paroithen Beta Code: pa/roiqen

English (LSJ)

v. πάροιθε.

French (Bailly abrégé)

et dev. une cons. πάροιθε;
adv. et prép.
I. avec idée de lieu;
1 en avant : τινος de qqn ou de qch;
2 en haut;
II. avec idée de temps auparavant, avant ; οἱ πάροιθεν ceux qui arriveront les premiers ; τὸ πάροιθεν auparavant ; πάροιθε πρίν SOPH avant que ; πάροιθέν τινος avant qqn ou qch.
Étymologie: πάρος, -θεν.

English (Autenrieth)

in front, Il. 20.437; heretofore, beforehand, Il. 23.20; τὸ πάροιθεν, Od. 1.322; w. gen., ‘in the presence of, ’ ‘before, ’ Il. 1.360, Il. 15.154.

Greek Monolingual

και αιολ. τ. πάροιθα Α
1. (πρόθ. με γεν. προσ. ή τόπου), ενώπιον, μπροστά σε κάποιον ή κάτι (α. «πάροιθ' αὐτοῖο καθέζετο», Ομ. Ιλ.
β. «πάροιθεν Ὀδυσσῆος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. (πρόθ. με γεν.) πριν («πάροιθεν ἐμοῦ» — πριν από μένα, Αισχύλ.)
3. (ως επίρρ. τοπ.) εμπρός, από μπροστάπάροιθε δὲ Παλλὰς Ἀθήνη φάος ἐποίει», Ομ. Οδ.)
4. (ως επίρρ. χρον.) προηγουμένως, πρωτύτερα («πολλῶν πάροιθεν καιρίως εἰρημένων», Αισχύλ.)
5. (συχνά και με άρθρο) α) τὸ πάροιθεν
προηγουμένως
β) τῶν πάροιθε
τών προηγούμενων ανθρώπων, τών προγόνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρη τοπική πτώση πάροι (πρβλ. συγκρ. παροί-τερος) του επιρρ. πάρος «προηγουμένως, πρωτύτερα, από παλαιά» + επιρρμ. κατάλ. -θε(ν) / -θα (πρβλ. ανέκαθεν)].

German (Pape)

s. πάροιθε.