πλιγούρι: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. , )")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μπληγούρι]] και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και [[μπλουγούρι]] και [[μπουλγούρι]] και [[πνιγούρι]], το, Ν<br /><b>1.</b> χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο [[σιτάρι]] που χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] σούπας ή άλλων φαγητών<br /><b>2.</b> το [[φαγητό]] που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλιγούρι]] που απαντά με ποικίλες μορφές στα διάφορα ιδιώματα δηλώνει το χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]], το οποίο [[πρέπει]] να βραστεί σε [[νερό]]. Για τον τρόπο αυτόν της παρασκευής χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαία και βυζαντινή περίοδο το ρ. [[πνίγω]] (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[πνίγω]] στο [[νερό]] ή <i>στο [[γάλα]] για το [[σιτάρι]] ή τον τραχανά). Επομένως, ως [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πνιγούρι]], με σημ. «[[πνίξιμο]]», ο [[οποίος]] παράγεται από το ρ. [[πνίγω]] [[είτε]] απευθείας ([[πρβλ]]. [[ανοιγούρι]], [[αποδιαλεγούρι]]) [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου τ. [[πνιγούρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>φαγ</i>-[[ούρα]], <i>χασ</i>-[[ούρα]]). Ο τ. [[πλιγούρι]] προήλθε στη [[συνέχεια]] με [[αντικατάσταση]] του δυσκολοπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος <i>πν</i>- από το <i>πλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πνεύμων]]: [[πλεμόνι]], [[πνεύμα]]: <i>πλέμα</i>, [[πνίγω]]: <i>πλίγω</i>), ο τ. <i>μπλιγούρι</i> αναλογικά [[προς]] το [[πλεξούδα]] / <i>μπλεξούδα</i>, ενώ οι τ. <i>πλουγούρι</i> / [[μπλουγούρι]] με [[αφομοίωση]]. Τέλος, η [[γραφή]] της λ. με -<i>η</i>- οφείλεται στην παρετυμολογική της [[σύνδεση]] με το ρ. [[πλήττω]] «[[χτυπώ]]»].
|mltxt=και [[μπληγούρι]] και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και [[μπλουγούρι]] και [[μπουλγούρι]] και [[πνιγούρι]], το, Ν<br /><b>1.</b> χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο [[σιτάρι]] που χρησιμοποιείται για την [[παρασκευή]] σούπας ή άλλων φαγητών<br /><b>2.</b> το [[φαγητό]] που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλιγούρι]] που απαντά με ποικίλες μορφές στα διάφορα ιδιώματα δηλώνει το χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]], το οποίο [[πρέπει]] να βραστεί σε [[νερό]]. Για τον τρόπο αυτόν της παρασκευής χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαία και βυζαντινή περίοδο το ρ. [[πνίγω]] (<b>πρβλ.</b> τη φρ. [[πνίγω]] στο [[νερό]] ή <i>στο [[γάλα]] για το [[σιτάρι]] ή τον τραχανά). Επομένως, ως [[αρχικός]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ο τ. [[πνιγούρι]], με σημ. «[[πνίξιμο]]», ο [[οποίος]] παράγεται από το ρ. [[πνίγω]] [[είτε]] απευθείας ([[πρβλ]]. [[ανοιγούρι]], [[αποδιαλεγούρι]]) [[είτε]] μέσω ενός αμάρτυρου τ. [[πνιγούρα]] ([[πρβλ]]. [[φαγούρα]], [[χασούρα]]). Ο τ. [[πλιγούρι]] προήλθε στη [[συνέχεια]] με [[αντικατάσταση]] του δυσκολοπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος <i>πν</i>- από το <i>πλ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πνεύμων]]: [[πλεμόνι]], [[πνεύμα]]: <i>πλέμα</i>, [[πνίγω]]: <i>πλίγω</i>), ο τ. <i>μπλιγούρι</i> αναλογικά [[προς]] το [[πλεξούδα]] / <i>μπλεξούδα</i>, ενώ οι τ. <i>πλουγούρι</i> / [[μπλουγούρι]] με [[αφομοίωση]]. Τέλος, η [[γραφή]] της λ. με -<i>η</i>- οφείλεται στην παρετυμολογική της [[σύνδεση]] με το ρ. [[πλήττω]] «[[χτυπώ]]»].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 8 May 2023

Greek Monolingual

και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν
1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών
2. το φαγητό που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλιγούρι που απαντά με ποικίλες μορφές στα διάφορα ιδιώματα δηλώνει το χοντροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο πρέπει να βραστεί σε νερό. Για τον τρόπο αυτόν της παρασκευής χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαία και βυζαντινή περίοδο το ρ. πνίγω (πρβλ. τη φρ. πνίγω στο νερό ή στο γάλα για το σιτάρι ή τον τραχανά). Επομένως, ως αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. πνιγούρι, με σημ. «πνίξιμο», ο οποίος παράγεται από το ρ. πνίγω είτε απευθείας (πρβλ. ανοιγούρι, αποδιαλεγούρι) είτε μέσω ενός αμάρτυρου τ. πνιγούρα (πρβλ. φαγούρα, χασούρα). Ο τ. πλιγούρι προήλθε στη συνέχεια με αντικατάσταση του δυσκολοπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος πν- από το πλ- (πρβλ. πνεύμων: πλεμόνι, πνεύμα: πλέμα, πνίγω: πλίγω), ο τ. μπλιγούρι αναλογικά προς το πλεξούδα / μπλεξούδα, ενώ οι τ. πλουγούρι / μπλουγούρι με αφομοίωση. Τέλος, η γραφή της λ. με -η- οφείλεται στην παρετυμολογική της σύνδεση με το ρ. πλήττω «χτυπώ»].