νεφρίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nefritis
|Transliteration C=nefritis
|Beta Code=nefri/ths
|Beta Code=nefri/ths
|Definition=[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = [[νεφριαῖος]], [[σφόνδυλος]], i.e. the first vertebra of the sacrum, <span class="bibl">Poll.2.179</span>; νόσον νεφρῖτιν <span class="bibl">Th.7.15</span>; φθίσις ν. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Int.</span>15</span>: also as [[substantive]] [[νεφρῖτις]] (''[[sc.]]'' [[νόσος]]), ἡ, <span class="bibl">Id.<span class="title">Coac.</span>502</span>: in plural, <span class="bibl">Id.<span class="title">Aph.</span>3.31</span>, Dsc.1.14.
|Definition=[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = [[νεφριαῖος]], [[σφόνδυλος]], i.e. the first vertebra of the sacrum, Poll.2.179; νόσον νεφρῖτιν Th.7.15; φθίσις ν. Hp.''Int.''15: also as [[substantive]] [[νεφρῖτις]] (''[[sc.]]'' [[νόσος]]), ἡ, Id.''Coac.''502: in plural, Id.''Aph.''3.31, Dsc.1.14.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφρίτης Medium diacritics: νεφρίτης Low diacritics: νεφρίτης Capitals: ΝΕΦΡΙΤΗΣ
Transliteration A: nephrítēs Transliteration B: nephritēs Transliteration C: nefritis Beta Code: nefri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, fem. νεφρῖτις, ἡ, = νεφριαῖος, σφόνδυλος, i.e. the first vertebra of the sacrum, Poll.2.179; νόσον νεφρῖτιν Th.7.15; φθίσις ν. Hp.Int.15: also as substantive νεφρῖτις (sc. νόσος), ἡ, Id.Coac.502: in plural, Id.Aph.3.31, Dsc.1.14.

Greek Monolingual

ο (Α νεφρίτης)
νεοελλ.
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό που είναι ένας από τους δύο τύπους του ιάδη και με το οποίο οι άνθρωποι της προϊστορικής εποχής κατασκεύαζαν τα όπλα τους, ενώ σήμερα χρησιμοποιείται στην Ανατολή για την κατασκευή κοσμημάτων
αρχ.
ο σπόνδυλος που βρίσκεται κοντά στους νεφρούς, ο πρώτος σπόνδυλος του κόκκυγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + επίθ. -ίτης (πρβλ. ωμίτης). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nephrite, και μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].

German (Pape)

ὁ, nierenähnlich, Sp.