τετράπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetraplevros
|Transliteration C=tetraplevros
|Beta Code=tetra/pleuros
|Beta Code=tetra/pleuros
|Definition=ον, [[four-sided]], σχῆμα <span class="bibl">Str.5.1.2</span>; κίων <span class="title">AP</span>9.682; σῶμα Gal.8.894; [[facing four ways]], τάγμα <span class="bibl">Ael. <span class="title">Tact.</span>36.4</span>, cf. Ascl.<span class="title">Tact.</span>11.6, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span>28.4</span>: [[τετράπλευρον]], [[τό]], [[figure with four sides]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mech.</span>848b20</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pr.</span>911b3</span>, <span class="bibl">Apollod.<span class="title">Poliorc.</span>165.16</span>; part of Sagittarius, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>25</span>.
|Definition=τετράπλευρον, [[four-sided]], σχῆμα Str.5.1.2; κίων ''AP''9.682; σῶμα Gal.8.894; [[facing four ways]], τάγμα Ael. ''Tact.''36.4, cf. Ascl.''Tact.''11.6, Arr.''Tact.''28.4: [[τετράπλευρον]], τό, [[figure with four sides]], Arist.''Mech.''848b20, ''Pr.''911b3, Apollod.''Poliorc.''165.16; part of Sagittarius, Ptol.''Tetr.''25.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰπλευρος Medium diacritics: τετράπλευρος Low diacritics: τετράπλευρος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΛΕΥΡΟΣ
Transliteration A: tetrápleuros Transliteration B: tetrapleuros Transliteration C: tetraplevros Beta Code: tetra/pleuros

English (LSJ)

τετράπλευρον, four-sided, σχῆμα Str.5.1.2; κίων AP9.682; σῶμα Gal.8.894; facing four ways, τάγμα Ael. Tact.36.4, cf. Ascl.Tact.11.6, Arr.Tact.28.4: τετράπλευρον, τό, figure with four sides, Arist.Mech.848b20, Pr.911b3, Apollod.Poliorc.165.16; part of Sagittarius, Ptol.Tetr.25.

German (Pape)

[Seite 1098] mit vier Seiten, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.
Étymologie: τέσσαρες, πλευρά.

Russian (Dvoretsky)

τετράπλευρος: четырехгранный (κίων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράπλευρος: [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, σχῆμα Στράβ. 210˙ κίων Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, σχῆμα ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.

Greek Monolingual

η, -ο / τετράπλευρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν)
πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές
νεοελλ.
φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο»
μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερεις συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές
β) «κορυφές του τετραπλεύρου»
μαθημ. τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου
γ) «τετράπλευρο λόβιο»
ανατ. λόβιο του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου κατά την άνω μοίρα του το οποίο αποτελεί το κέντρο της μυϊκής αίσθησης
αρχ.
αυτός που προσβλέπει προς τέσσερεις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ἑξάπλευρος].

Greek Monotonic

τετράπλευρος: [ᾰ], -ον (πλευρόν), αυτός που έχει τέσσερις πλευρές, σε Ανθ.

Middle Liddell

τετρά-˘πλευρος, ον, πλευρόν
four-sided, Anth.