τραχηλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trachiliaios
|Transliteration C=trachiliaios
|Beta Code=traxhliai=os
|Beta Code=traxhliai=os
|Definition=α, ον, [[of]], [[on]], or [[from the neck]], <span class="bibl">Hippiatr.92</span>, Hsch. [[sub verbo|s.v.]] [[κόλλαπες]], <span class="bibl">Eust.1915.13</span>; perhaps to be restored for [[τραχηλιμαῖος]] in <span class="bibl">Str.2.5.27</span>, <span class="bibl">16.4.11</span>.
|Definition=α, ον, of, [[on]], or [[from the neck]], Hippiatr.92, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[κόλλαπες]], Eust.1915.13; perhaps to be restored for [[τραχηλιμαῖος]] in Str.2.5.27, 16.4.11.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰχηλιαῖος Medium diacritics: τραχηλιαῖος Low diacritics: τραχηλιαίος Capitals: ΤΡΑΧΗΛΙΑΙΟΣ
Transliteration A: trachēliaîos Transliteration B: trachēliaios Transliteration C: trachiliaios Beta Code: traxhliai=os

English (LSJ)

α, ον, of, on, or from the neck, Hippiatr.92, Hsch. s.v. κόλλαπες, Eust.1915.13; perhaps to be restored for τραχηλιμαῖος in Str.2.5.27, 16.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν τράχηλον, ὁ τοῦ τραχήλου, τὸ μέρος τοῦ τραχήλου, «κόλλοψ τὸ τραχηλιαῖον τοῦ ταύρου σὺν τῇ ὑπὸ τὴν φορίνην, ἤγουν ὑπὸ τὸ δέρμα πιμελῇ» Εὐστ. 1915. 13· τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοὸς Ἡσύχ. ἐν λ. κόλλαπες· πιθ. διορθωτέον οὕτως ἀντὶ τραχηλιμαῖος παρὰ Στράβ. 127, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 558.

Greek Monolingual

-α, -ο / τραχηλιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τράχηλο ή αυτός που βρίσκεται γύρω από τον τράχηλο, τραχηλικός
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τραχηλιαῖον
το μέρος γύρω από τον τράχηλο («τὸ τραχηλιαῖον τοῦ βοός», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νεφριαίος)].

Greek Monotonic

τρᾰχηλιαῖος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον τράχηλο, που βρίσκεται στον τράχηλο, μέρος του τραχήλου, σε Στράβ.

Middle Liddell

τρᾰχηλιαῖος, η, ον
of, on, or from the neck, Strab.

German (Pape)

vom, am Halse, ihn betreffend, Sp.; die Form τραχηλιμαῖος bei Strab. ist zweifelhaft.