φορκός: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
(b)
 
(45)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] weiß, weißgrau, Lycophr. 477, Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1300.png Seite 1300]] weiß, weißgrau, Lycophr. 477, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''φορκός''': -ή, -όν, [[λευκός]], [[πολιός]], Λυκόφρ. 477· «φορκόν· πολιόν, ῥυσὸν» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) ([[κυρίως]] το ουδ.) [[φορκόν]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[λευκόν]], πολιόν, ῥυσόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[φορκός]], το οποίο απαντά μόνο στη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> και σε κάποια ονόματα θεών (<b>πρβλ.</b> [[Φόρκος]], [[Φορκίδες]], [[Φόρκυς]]), ανάγεται, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>bher</i>- «[[λάμπω]], [[λευκός]]» με [[επέκταση]] -<i>κ</i>- (<b>πρβλ.</b> γοτθ. <i>bairths</i> «[[αστραφτερός]]», αρχ. αγγλ. <i>beorth</i>, αγγλ. <i>bright</i> «[[αστραφτερός]], [[φωτεινός]]» με [[επέκταση]] -<i>g</i>- της ρίζας). Αρχική σημ. του επιθ. [[είναι]] «[[λευκός]]», από όπου στη [[συνέχεια]] έλαβε τη σημ. «[[πολιός]], αυτός που έχει λευκές [[τρίχες]], ηλικιωμένος» και κατ' [[επέκταση]] «[[ῥυσός]], [[γεμάτος]] [[ρυτίδες]]». Με [[βάση]] αυτήν τη σημ. έχει προταθεί η [[σύνδεση]] του τ. με τη λ. [[φαρκίς]] «[[ρυτίδα]]», η οποία, όμως, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή].
}}
}}

Latest revision as of 12:46, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1300] weiß, weißgrau, Lycophr. 477, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φορκός: -ή, -όν, λευκός, πολιός, Λυκόφρ. 477· «φορκόν· πολιόν, ῥυσὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
(ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν
(κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα του Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bher- «λάμπω, λευκός» με επέκταση -κ- (πρβλ. γοτθ. bairths «αστραφτερός», αρχ. αγγλ. beorth, αγγλ. bright «αστραφτερός, φωτεινός» με επέκταση -g- της ρίζας). Αρχική σημ. του επιθ. είναι «λευκός», από όπου στη συνέχεια έλαβε τη σημ. «πολιός, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ηλικιωμένος» και κατ' επέκταση «ῥυσός, γεμάτος ρυτίδες». Με βάση αυτήν τη σημ. έχει προταθεί η σύνδεση του τ. με τη λ. φαρκίς «ρυτίδα», η οποία, όμως, δεν θεωρείται και πολύ πιθανή].