μόνιππος: Difference between revisions
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monippos | |Transliteration C=monippos | ||
|Beta Code=mo/nippos | |Beta Code=mo/nippos | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[single horse]], [[riding-horse]], opp. chariot-horse, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 6.4.1, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''834c, ''GDI''4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.''Fr.''259.<br><span class="bld">II</span> as adjective, μ. ἱππεῖς Poll.1.141. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
ὁ,
A single horse, riding-horse, opp. chariot-horse, X.Cyr. 6.4.1, Pl.Lg.834c, GDI4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.Fr.259.
II as adjective, μ. ἱππεῖς Poll.1.141.
German (Pape)
[Seite 202] ein einzelnes Pferd, Rennpferd, μονίπποις ἆθλα τιθέντες, Plat. Legg. VIII, 834 b; bei Xen. Cyr. 6, 4, 1 den ἵπποις ὑπὸ τοῖς ἅρμασι entgegengesetzt. – Der mit einem Pferde einen Wettkampf anstellt, Eust. 1539, 29, Poll. 1, 141.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cheval attelé ou monté seul ; ὁ μόνιππος cheval de selle.
Étymologie: μόνος, ἵππος.
Russian (Dvoretsky)
μόνιππος: ὁ одиночный, т. е. верховой конь (οἱ μὲν μόνιπποι - οἱ δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
μόνιππος: -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, ἱππεύς, ἔφιππος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, Πολυδ. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μόνιππος -ον)
νεοελλ.
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο
2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο
άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος
άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία
2. ιππέας που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ἵππος (πρβλ. λεύκιππος)].
Greek Monotonic
μόνιππος: -ον, αυτός που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο, ιππέας, καβαλάρης, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
μόν-ιππος, ον
one who uses a single horse, a horseman, rider, Xen., etc.