καταμήνιος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataminios
|Transliteration C=kataminios
|Beta Code=katamh/nios
|Beta Code=katamh/nios
|Definition=καταμήνιον,<br><span class="bld">A</span> [[monthly]], of wages, ''IG''12.339.30, al.; καθάρσεις Ph.1.45; αἷμα Gal.''UP''14.3.<br><span class="bld">2</span> [[hired by the month]], ''BGU''1521 (iii B. C.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2155.8(iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> Subst. [[καταμηνίη]], ἡ (''[[sc.]]'' [[κάθαρσις]]), = [[καταμήνια]], τά, prob. in ''IG''12(5).646 (Ceos).<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">τὰ κ.</b> [[menses of women]], Hp.''Aph.''3.28, Arist.''GA'' 727a18, al., Plot.2.9.12, etc.: sg. [[καταμήνιον]], τό, Arist.''HA''573a16, Gal. 8.423, Speus. ap. Alex.Aphr.''in Metaph.''699.31.
|Definition=καταμήνιον,<br><span class="bld">A</span> [[monthly]], of wages, ''IG''12.339.30, al.; καθάρσεις Ph.1.45; αἷμα Gal.''UP''14.3.<br><span class="bld">2</span> [[hired by the month]], ''BGU''1521 (iii B. C.), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''2155.8(iv A. D.).<br><span class="bld">II</span> Subst. [[καταμηνίη]], ἡ (''[[sc.]]'' [[κάθαρσις]]), = [[καταμήνια]], τά, prob. in ''IG''12(5).646 (Ceos).<br><span class="bld">2</span> [[τὰ καταμήνια]] = [[menses of women]], Hp.''Aph.''3.28, Arist.''GA'' 727a18, al., Plot.2.9.12, etc.: sg. [[καταμήνιον]], τό, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''573a16, Gal. 8.423, Speus. ap. Alex.Aphr.''in Metaph.''699.31.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 15:52, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμήνιος Medium diacritics: καταμήνιος Low diacritics: καταμήνιος Capitals: ΚΑΤΑΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: katamḗnios Transliteration B: katamēnios Transliteration C: kataminios Beta Code: katamh/nios

English (LSJ)

καταμήνιον,
A monthly, of wages, IG12.339.30, al.; καθάρσεις Ph.1.45; αἷμα Gal.UP14.3.
2 hired by the month, BGU1521 (iii B. C.), POxy.2155.8(iv A. D.).
II Subst. καταμηνίη, ἡ (sc. κάθαρσις), = καταμήνια, τά, prob. in IG12(5).646 (Ceos).
2 τὰ καταμήνια = menses of women, Hp.Aph.3.28, Arist.GA 727a18, al., Plot.2.9.12, etc.: sg. καταμήνιον, τό, Arist.HA573a16, Gal. 8.423, Speus. ap. Alex.Aphr.in Metaph.699.31.

German (Pape)

[Seite 1363] monatlich, τὰ καταμήνια, die monatliche Reinigung bei den Frauen, Hippocr.; Arist. H. A. 3, 12. 7, 2 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mensuel ; subst.καταμήνιος PAPY ouvrier loué au mois ; ἡ καταμήνιος (κάθαρσις), τὰ καταμήνια les menstrues.
Étymologie: κατά, μήν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμήνιος: -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, ἔμμηνος, ἐπιμήνιος·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν κάθαρσις, ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν αἱμορραγία, ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται ῥόος τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· ὅταν τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «συνήθεια συνηθεῖα, σύνηθα».

Spanish

flujo menstrual

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καταμήνιος, -ον)
(ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνακαταμήνιος κύκλος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνια
τα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσία
αρχ.
1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο μισθό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καταμηνίη
τα έμμηνα τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. «κατά μήνα].

Léxico de magia

-ον subst. plu. τά κ. flujo menstrual βρέξον αὐτὰ εἰς τὰ καταμήνια τῆς γυναικὸς οὔσης ἐν ἀφέδρῳ, βρέξατω αὐτὰ εἰς τὴν φύσιν ἑαυτῆς mójalas (las arvejas) en el flujo menstrual de una mujer que esté menstruando, deben mojarse en su sexo mismo P XXXVI 322