ἀντονομασία: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀντονομασία]])<br />[[λεκτικός]] [[τρόπος]] ή [[σχήμα]] της αρχαίας και της [[νέας]] Ελληνικής [[κατά]] τον οποίο [[αντί]] για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια [[άλλη]] συνώνυμη ή ισοδύναμη [[λέξη]]: Πηλείδης [[αντί]] Αχιλλεύς, ὦ παῑ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο [[γιος]] της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αντωνυμία]] ή η [[χρήση]] της.
|mltxt=η (Α [[ἀντονομασία]])<br />[[λεκτικός]] [[τρόπος]] ή [[σχήμα]] της αρχαίας και της [[νέας]] Ελληνικής [[κατά]] τον οποίο [[αντί]] για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια [[άλλη]] συνώνυμη ή ισοδύναμη [[λέξη]]: Πηλείδης [[αντί]] Αχιλλεύς, ὦ παῖ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο [[γιος]] της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης<br /><b>αρχ.</b><br />η [[αντωνυμία]] ή η [[χρήση]] της.
}}
}}

Latest revision as of 14:54, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντονομασία Medium diacritics: ἀντονομασία Low diacritics: αντονομασία Capitals: ΑΝΤΟΝΟΜΑΣΙΑ
Transliteration A: antonomasía Transliteration B: antonomasia Transliteration C: antonomasia Beta Code: a)ntwnomasi/a

English (LSJ)

ἡ, antonomasia,
A use of an epithet, patronymic, or appellative for a proper name, and vice versa, Trypho Trop.2.17, Ps.-Plu.Vita Hom.24; ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.Herc.1014.19,20.
2 nomination of his successor by retiring official, POxy.1642.15 (iii A.D.).
II Gramm., = ἀντωνυμία, pronoun, or the use of it, D.H.Comp.2, A.D. Pron.4.18.
III Arith., contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀντωνομασία Plu.Vit.Hom.24, A.D.Pron.4.18, Cyr.Al.M.76.1421A, Leont.H.Nest.M.86.1637D
I nombramiento de un sucesor por retiro oficial, POxy.1642.15 (III d.C.).
II gram.
1 antonomasia uso de un epíteto o patronímico en lugar del nombre propio y al revés, Trypho Trop.p.204, Plu.l.c., ἀ. καὶ μετάληψις Demetr.Lac.92, de Cristo εἰς προσώπου ἀντένδειξιν ... καὶ ἀντωνομασίαν Leont.H.l.c.
2 pronombre D.H.Comp.7.7, A.D.Fron.4.18.
3 cambio de nombre de Ἄβραμ en Ἀβραάμ Cyr.Al.l.c.
III mat. denominación contraria Nicom.Ar.1.23.3.

German (Pape)

[Seite 264] ἡ, andere Benennung; bei den Rhetoren das Setzen eines Epithetons od. Patronymikons für den Eigennamen. Bei Gramm. das Pronomen u. der Gebrauch desselben.

Russian (Dvoretsky)

ἀντονομᾰσία:
1 рит. антономасия (замена имени эпитетом и т. п.; напр., Πηλείδης вместо Ἀχιλλεύς);
2 грам. местоимение.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντονομασία: ἡ, ἡ χρῆσις ἐπιθέτου, πατρωνυμικοῦ ἢ προσηγορικοῦ ἀντὶ τοῦ κυρίου ὀνόματος καὶ τἀνάπαλιν, ἀντονομασία ἐστὶ λόγος δι’ ἐπιθέτων ἢ τῶν ὁμοίων αὐτὸ τὸ ὄνομα τὸ κύριον δηλῶν Ρήτορες (Walz)περὶ τρόπων τ. 8, σ. 723, βίος Ὁμ. 24. ΙΙ. παρὰ γραμμ. ἡ ἀντωνυμία, ἢ ἡ χρῆσις αὐτῆς, Λατ. pronominatio, Bast. Γρηγόρ. Κορίνθ. σ. 399.

Greek Monolingual

η (Α ἀντονομασία)
λεκτικός τρόπος ή σχήμα της αρχαίας και της νέας Ελληνικής κατά τον οποίο αντί για ένα κύριο ή προσηγορικό όνομα χρησιμοποιείται στον λόγο κάποια άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη: Πηλείδης αντί Αχιλλεύς, ὦ παῖ Ἱππονίκου = ὦ Καλλία, ο γιος της Καλογριάς = ο Καραϊσκάκης
αρχ.
η αντωνυμία ή η χρήση της.