ἀπόκροτος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "({{lxth\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tags: Manual revert Mobile edit Mobile web edit |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[hard]], [[stamped down]], [[trodden down]] | |woodrun=[[hard]], [[stamped down]], [[trodden down]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[asper]]'', [[harsh]], [[rough]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.27.5/ 7.27.5]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:59, 16 November 2024
English (LSJ)
ἀπόκροτον,
A beaten or trodden hard, γῆ, χωρίον, Th.7.27, X.Eq. 7.15, cf. Hero Aut.2.1: generally, hard, χηλαὶ καὶ ὁπλαί Plu.2.98d: Medic., ἀρτηρία Gal.19.405; πῶρος ib.442: metaph., ψυχὴ λιθίνη καὶ ἀ. Ph.2.165, cf. Ptol. Tetr.155. Adv. ἀποκρότως = without fail, PGrenf.2.89.3 (vi A. D.), etc.; cf.Hsch. s.v. διακρότως.
II of style, sonorous, Anon.in Rh.191.20, 225.11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1batido, apisonado γῆ Th.7.27, Plu.2.2e, χωρίον X.Eq.7.15, τὸ ἔδαφος Hero Aut.2.1
•en gener. duro, rígido ὁπλαί Plu.2.98d, ἀρτηρία Gal.19.405
•fig. λιθίνη καὶ ἀ. ψυχή Ph.2.165, cf. Ptol.Tetr.3.14.3, Epiph.Const.Haer.70.2.5 (p.234.16).
2 irrevocable, inviolable de un documento ἀντιφώνησις PFlor.343.3 (V d.C.).
II en ret. sonoro ὁ μὲν ἡρῷος ῥυθμός ἐστι σεμνὸς ἤτοι ἀπόκροτος Anon.in Rh.191.20, cf. 225.11.
III adv. -ως en firme, irrevocablemente, rígidamente ὀφείλω σοι καθαρῶς καὶ ἀ. PMasp.164.4, ὁρίζειν Epiph.Const.Haer.70.2 (p.234.9), ὀφείλειν καὶ χρεωστεῖν PGrenf.2.89.3 (VI d.C.), παρασχεῖν SB 9772.5, Hsch.s.u. διακρότως.
German (Pape)
[Seite 309] hart, eigtl. festgestampft, von festem Boden, Thuc. 7, 27; χωρίον Xen. Equ. 7, 15; Sp.; Plut. καὶ τραχυτέρα γῆ educ. lib. 4 M.; von den harten Hufen der Pferde, ὁπλαὶ ἀπόκροτοι de fortuna p. 304; auch = steil, abschüssig, Hel.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne à cause de sa dureté, dur, sec.
Étymologie: ἀπό, κρότος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκροτος: твердый, плотный (γῆ Thuc., Plat.; χωρίον Xen.; ὁπλαί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκροτος: -ον, ὁ καλῶς πεπατημένος, τραχύς, στερεός, ἐπὶ ἐδάφους, γῆ, χωρίον, Θουκ. 7. 27, Ξεν. Ἱππ. 7. 15: - ἐν γένει, σκληρός, ἐπὶ τῶν ὀνύχων τῶν ζῴων, Πλούτ. 2. 98D: ἐπὶ σκληροῦ φύματος ἤ οἰδήματος, Παῦλ. Αἰγ.: - μεταφ. ψυχή λιθίνη καὶ ἀπόκροτος Φίλων 2. 165· πρβλ. σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιοδ. Αἰθ. τ. 2, σ. 288. -Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 813.
Greek Monolingual
ἀπόκροτος, -ον (Α) κρότος
1. (για έδαφος) αυτός που έχει πατηθεί καλά, στερεός
2. σκληρός, τραχύς
3. πείσμων.
Greek Monotonic
ἀπόκροτος: -ον (κροτέω), αυτός που έχει χτυπηθεί ή πατηθεί καλά, συμπαγής, λέγεται για έδαφος, σε Θουκ.
Middle Liddell
κροτέω
beaten or trodden hard, of ground, Thuc.
English (Woodhouse)
hard, stamped down, trodden down