συνθνῄσκω: Difference between revisions

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synthnisko
|Transliteration C=synthnisko
|Beta Code=sunqnh/|skw
|Beta Code=sunqnh/|skw
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -θᾰνοῦμαι A.''Ag.''1139, ''Ch.''979:—[[die with]] or [[together]], A. ll.cc., S.''Tr.''720, etc.: c. dat., <b class="b3">θανόντι συνθανεῖν</b> ib.798, ''Fr.''953.<br><span class="bld">2</span> of things, <b class="b3">συνθνῄσκουσα δὲ σποδός</b> [[expiring with]] (the flames), A.''Ag.'' 819; <b class="b3">οὐ γὰρ ηὑσέβεια</b> (cj. for <b class="b3">ἡ γὰρ εὐσέβεια</b>) σ. βροτοῖς S.''Ph.''1443; ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ar.''Ra.''868; cf. [[συναποθνῄσκω]].
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -θᾰνοῦμαι [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1139, ''Ch.''979:—[[die with]] or [[together]], A. ll.cc., S.''Tr.''720, etc.: c. dat., <b class="b3">θανόντι συνθανεῖν</b> ib.798, ''Fr.''953.<br><span class="bld">2</span> of things, <b class="b3">συνθνῄσκουσα δὲ σποδός</b> [[expiring with]] (the flames), [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]'' 819; <b class="b3">οὐ γὰρ ηὑσέβεια</b> (cj. for <b class="b3">ἡ γὰρ εὐσέβεια</b>) σ. βροτοῖς S.''Ph.''1443; ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ar.''Ra.''868; cf. [[συναποθνῄσκω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 22:08, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθνῄσκω Medium diacritics: συνθνῄσκω Low diacritics: συνθνήσκω Capitals: ΣΥΝΘΝΗΣΚΩ
Transliteration A: synthnḗiskō Transliteration B: synthnēskō Transliteration C: synthnisko Beta Code: sunqnh/|skw

English (LSJ)

A fut. -θᾰνοῦμαι A.Ag.1139, Ch.979:—die with or together, A. ll.cc., S.Tr.720, etc.: c. dat., θανόντι συνθανεῖν ib.798, Fr.953.
2 of things, συνθνῄσκουσα δὲ σποδός expiring with (the flames), A.Ag. 819; οὐ γὰρ ηὑσέβεια (cj. for ἡ γὰρ εὐσέβεια) σ. βροτοῖς S.Ph.1443; ἡ ποίησις οὐχὶ συντέθνηκέ μοι Ar.Ra.868; cf. συναποθνῄσκω.

French (Bailly abrégé)

mourir ensemble ou avec, τινι ; en parl. de choses : cendre enflammée qui s'éteint avec la flamme ; piété qui meurt avec les hommes, càd les accompagne jusque dans la mort, etc.
Étymologie: σύν, θνῄσκω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνθνῄσκω Α θνῄσκω
1. πεθαίνω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. μτφ. (για πράγμ.) τελειώνω, σβήνω μαζί με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

συνθνῄσκω: μέλ. -θᾰνοῦμαι, πεθαίνω επίσης ή μαζί με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με δοτ., θανόντι συνθανεῖν, σε Σοφ.· λέγεται για πράγματα, συνθνῄσκουσα σποδός, αυτή που εκπνέει μαζί με τις φλόγες της νεκρικής πυράς, σε Αισχύλ.· ἡ γὰρ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς, τους συνοδεύει ακόμη και στον θάνατό τους, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θνῄσκω samen (met...) sterven, met dat.: οὐ... εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς vroomheid sterft niet samen met de mensen Soph. Ph. 1443.

Russian (Dvoretsky)

συνθνῄσκω:
1 умирать вместе (τινί Arph., Luc.): ἡ εὐσέβεια συνθνῄσκει βροτοῖς Soph. благочестие умирает вместе с людьми, т. е. сопровождает их до самой могилы;
2 дотлевать, угасать (συνθνῄσκουσα σποδός Aesch.).