πιλητικός: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " )" to ")") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πιλητικός -ή -όν [πιλητός] voor vilt; subst. ἡ πιλητική ( ''[[sc.]]'' τέχνη ) techniek om vilt te maken. Plat. Plt. 280c. | |elnltext=πιλητικός -ή -όν [πιλητός] voor vilt; subst. ἡ πιλητική (''[[sc.]]'' τέχνη) techniek om vilt te maken. Plat. Plt. 280c. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:37, 13 October 2024
English (LSJ)
πιλητική, πιλητικόν,
A of or for felt-making: ἡ πιλητική (sc. τέχνη) felter's art, Pl.Plt. 280c.
II of cold, contractive, Arist.Pr.909b18; π. δύναμις Gal. 11.711; τὸ πιλητικόν cj. for τὸ πλατικόν in Hp.Cord.8.
German (Pape)
[Seite 615] zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich, ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers; Plat. Polit. 280 c; Arist. probl. 14, 8 u. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιλητικός -ή -όν [πιλητός] voor vilt; subst. ἡ πιλητική (sc. τέχνη) techniek om vilt te maken. Plat. Plt. 280c.
Russian (Dvoretsky)
πῑλητικός: сжимающий, уплотняющий (τὸ ψῦχος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πῑλητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πίλησιν, ἡ πιλητικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ πιλητοῦ, Πλάτ. Πολιτικ. 280C. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ψύχους, συσταλτικός, Ἀριστ. Προβλ. 14. 8.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πιλητός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση
2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική
η τέχνη του πιλητή.