ἀμετάστρεπτος: Difference between revisions
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ametastreptos | |Transliteration C=ametastreptos | ||
|Beta Code=a)meta/streptos | |Beta Code=a)meta/streptos | ||
|Definition=ἀμετάστρεπτον, [[not to be diverted]], Max.Tyr.11.5, cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 705.62. Adv. [[ἀμεταστρεπτί]] [ι-] or [[ἀμεταστρεπτεί]] = [[without turning round]], [[straight forward]], φεύγειν X.''Smp.''4.50, Pl.''Lg.''854c, cf. ''R.''620e, Ph.1.517, M.Ant.8.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀμετατρεπτί]]), etc. | |Definition=ἀμετάστρεπτον, [[not to be diverted]], Max.Tyr.11.5, cf. ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 705.62. Adv. [[ἀμεταστρεπτί]] [ι-] or [[ἀμεταστρεπτεί]] = [[without turning round]], [[straight forward]], φεύγειν X.''Smp.''4.50, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''854c, cf. ''R.''620e, Ph.1.517, M.Ant.8.5 ([[varia lectio|v.l.]] [[ἀμετατρεπτί]]), etc. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 13:25, 23 March 2024
English (LSJ)
ἀμετάστρεπτον, not to be diverted, Max.Tyr.11.5, cf. POxy. 705.62. Adv. ἀμεταστρεπτί [ι-] or ἀμεταστρεπτεί = without turning round, straight forward, φεύγειν X.Smp.4.50, Pl.Lg.854c, cf. R.620e, Ph.1.517, M.Ant.8.5 (v.l. ἀμετατρεπτί), etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 no desviable, εἱμαρμένη Max.Tyr.5.5, ἀ. εἰς ἕτερόν τι ... χάρις POxy.705.62 (III a.C.).
2 adv. -ως sin dar la vuelta, por una cara πεσσόμενος ἄρτος ἀ. Quint.Os.7.8.
German (Pape)
[Seite 123] adj. zum vorigen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne se retourne pas, fixe, constant.
Étymologie: ἀ, μεταστρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάστρεπτος: -ον, ὁ μὴ στρεφόμενος εἰς τὰ ὀπίσω, ὁ μὴ ἐνδιαφερόμενος, Μάξ. Τύρ. 11. 5: - Ἐπίρρ. ἀμεταστρεπτὶ [ῑ] ἢ -εί, ἀμεταστρέπτως, χωρὶς νὰ στραφῇ τις ὀπίσω, = ἐμπρὸς κατ’ εὐθεῖαν, ἰέναι, φεύγειν Πλάτ. Πολ. 620Ε, Νομ. 854C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάστρεπτος, -ον)
αυτός που δεν μεταστρέφεται, δεν γυρίζει προς τα πίσω
νεοελλ.
αυτός που δεν αλλάζει γνώμη, άκαμπτος, ανένδοτος
αρχ.
αδιάφορος, απρόσεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μεταστρέφω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταστρεπτί].
Greek Monotonic
ἀμετάστρεπτος: -ον (μεταστρέφομαι), αυτός που δε γυρίζει πίσω· επίρρ. ἀμεταστρεπτί [ῑ] ή -εί, χωρίς γυρίσματα, εμπρός, ἰέναι, φεύγειν, σε Πλάτ.