κυκλοφορία: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kykloforia | |Transliteration C=kykloforia | ||
|Beta Code=kuklofori/a | |Beta Code=kuklofori/a | ||
|Definition=ἡ, [[circular motion]], opp. [[εὐθυφορία]], Arist. ''Ph.''227b18; <b class="b3">τῶν φορῶν ἡ κ. πρώτη</b> ib.265a13, cf. ''de An.''407a6, [[Theophrastus]] ''Vert.''9; τῶν ψυχῶν Dam.''Pr.''102; <b class="b3">τὰς ἑπτὰ καὶ τὴν ὀγδόην κ.</b>, of the heavenly [[spheres]], Jul.''Or.''4.146c. | |Definition=ἡ, [[circular motion]], opp. [[εὐθυφορία]], Arist. ''Ph.''227b18; <b class="b3">τῶν φορῶν ἡ κ. πρώτη</b> ib.265a13, cf. ''de An.''407a6, [[Theophrastus|Thphr.]] ''Vert.''9; τῶν ψυχῶν Dam.''Pr.''102; <b class="b3">τὰς ἑπτὰ καὶ τὴν ὀγδόην κ.</b>, of the heavenly [[spheres]], Jul.''Or.''4.146c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:28, 2 November 2024
English (LSJ)
ἡ, circular motion, opp. εὐθυφορία, Arist. Ph.227b18; τῶν φορῶν ἡ κ. πρώτη ib.265a13, cf. de An.407a6, Thphr. Vert.9; τῶν ψυχῶν Dam.Pr.102; τὰς ἑπτὰ καὶ τὴν ὀγδόην κ., of the heavenly spheres, Jul.Or.4.146c.
German (Pape)
ἡ, die kreisförmige Bewegung, Arist. phys.ausc. 4.14 und öfter.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορία: ἡ круговое движение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοφορία: ἡ, κυκλικὴ κίνησις, ἀντίθετ. τῷ εὐθυφορία, Ἀριστ. Φυσ. 8. 9, 1, π. Ψυχ. 1. 3, 15, κ. ἄλλ.
Greek Monolingual
η (Α κυκλοφορία) κυκλοφορώ
η κυκλική κίνηση
νεοελλ.
1. μετακίνηση, κίνηση («αυτή την ώρα στους δρόμους υπάρχει μεγάλη κυκλοφορία αυτοκινήτων»)
2. μεταβίβαση, συναλλαγή («κυκλοφορία του χρήματος»)
3. έκδοση και πώληση εντύπου («κυκλοφορία τών εφημερίδων»)
4. διαρκής ανταλλαγή αγαθών (α. «κυκλοφορία εμπορευμάτων» β. «η κυκλοφορία του πλούτου»)
5. φρ. α) φυσιολ. «κυκλοφορία του αίματος» ή, απλώς, «κυκλοφορία» — η συνεχής κυκλική κίνηση του αίματος από την καρδιά προς τα άκρα και από τα άκρα προς την καρδιά
β) (οικον.) i) «νόμιμη κυκλοφορία» — νομισματικό καθεστώς κατά το οποίο το νόμισμα που κυκλοφορεί είναι υποχρεωτικά δεκτό στις συναλλαγές, τόσο από τα δημόσια ταμεία όσο και από τους ιδιώτες
ii) «αναγκαστική κυκλοφορία» — νομισματικό καθεστώς κατά το οποίο η Τράπεζα που εκδίδει τα τραπεζογραμμάτια απαλλάσσεται από την υποχρέωση της εξαργύρωσης τών γραμματίων που αυτή εκδίδει.