παππῷος: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pappoos | |Transliteration C=pappoos | ||
|Beta Code=pappw=|os | |Beta Code=pappw=|os | ||
|Definition=α, ον, = [[παππικός]], [[βίος]] Ar.''Av.''1452; ὄνομα Pl.''La.''179a, etc.; <b class="b3">ἔρανος ὁ λεγόμενος π.</b> the socalled [[ancestral]] fund, i.e. the fund contributed by your grandfathers, Ar.''Lys.''653; τὰν π. προξενίαν ''Schwyzer'' 334.6 (Delph., ii B. C.). | |Definition=α, ον, = [[παππικός]], [[βίος]] [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1452; ὄνομα Pl.''La.''179a, etc.; <b class="b3">ἔρανος ὁ λεγόμενος π.</b> the socalled [[ancestral]] fund, i.e. the fund contributed by your grandfathers, Ar.''Lys.''653; τὰν π. προξενίαν ''Schwyzer'' 334.6 (Delph., ii B. C.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:55, 21 September 2023
English (LSJ)
α, ον, = παππικός, βίος Ar.Av.1452; ὄνομα Pl.La.179a, etc.; ἔρανος ὁ λεγόμενος π. the socalled ancestral fund, i.e. the fund contributed by your grandfathers, Ar.Lys.653; τὰν π. προξενίαν Schwyzer 334.6 (Delph., ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 466] = παππικός; βίος, Ar. Av. 1452; Lys. 653; ὄνομα, Plat. Lach. 179 a; Is. 3, 50; δόξα, Dem. 10, 73 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne le grand père, d'aïeul ou d'aïeux.
Étymologie: πάππος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παππῷος -α -ον [πάππος] van de grootvader, van de voorouders:. παππῴα... δόξα roem van jouw grootvader Dem. 10.73; π. ἔρανος voorvaderlijke erfenis Aristoph. Lys. 653.
Russian (Dvoretsky)
παππῷος:
1 (пра)дедовский (βίος Arph.): παππῷον ὄνομα Plat. имя деда;
2 установленный предками (ἔρανος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
παππῷος: -α, -ον, = παππικός, βίος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1452· ὄνομα Πλάτ. Λάχ. 179Α, κτλ.· π. ἔρανος, ἡ συνεισφορά, ἣν ὥρισαν οἱ πάπποι ἡμῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 653, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸ γεγονὸς τὸ μνημονευόμενον παρὰ Θουκ. 1. 96.
Greek Monolingual
-ῴα, -ον, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παππού («παππῷον ὄνομα», Πλάτ.)
2. φρ. «ἔρανος παππῷος» — συνεισφορά που ορίστηκε από τους πάππους, από τους προγόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + κατάλ. -ῷος (πρβλ. μητρώος)].
Greek Monotonic
παππῷος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή προέρχεται από τους παππούδες κάποιου, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
παππῷος, η, ον
of or from one's grand-fathers, Ar.