παροίκησις: Difference between revisions
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[παροίκησις]], εως, [from [[παροικέω]]<br />a [[neighbourhood]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[παροίκησις]], εως, [from [[παροικέω]]<br />a [[neighbourhood]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[vicinitas]]'', [[neighborhood]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.92.5/ 4.92.5]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:36, 16 November 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A dwelling beside or near, neighbourhood, Th.4.92.
II = παροικία (sojourning), LXX Ge.28.4,al.
2 transmigration of souls, Plot.2.9.6.
German (Pape)
[Seite 525] ἡ, die Nachbarschaft; Thuc. 4, 92; LXX.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: παροικέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροίκησις -εως, ἡ [παροικέω] nabuurschap.
Russian (Dvoretsky)
παροίκησις: εως ἡ соседство Thuc.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ παροικώ
η παροικία
αρχ.
1. διαμονή, η κατοίκηση παραπλεύρως ή κοντά σε κάτι, η γειτνίαση
2. η μετοίκηση, η αποδημία τών ψυχών.
Greek Monotonic
παροίκησις: ἡ, γειτνίαση, γειτονιά, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
παροίκησις: ἡ, τὸ κατοικεῖν πλησίον, γειτονία, Θουκ. 4. 92. ΙΙ. = τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Γένεσ. ΚΗ΄, 4, κ. ἀλλ.).
Middle Liddell
παροίκησις, εως, [from παροικέω
a neighbourhood, Thuc.