πλάνησις: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλάνησις]], εως, [[πλανάω]]<br />a [[making]] to [[wander]], a dispersing, τῶν [[νεῶν]] Thuc.
|mdlsjtxt=[[πλάνησις]], εως, [[πλανάω]]<br />a [[making]] to [[wander]], a dispersing, τῶν [[νεῶν]] Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[error]]'', [[wandering]], [[straying]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.42.1/ 8.42.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνησις Medium diacritics: πλάνησις Low diacritics: πλάνησις Capitals: ΠΛΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: plánēsis Transliteration B: planēsis Transliteration C: planisis Beta Code: pla/nhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A making to wander: dispersing, scattering, τῶν νεῶν Th.8.42.
2 metaph., misleading, S.E.M.7.394 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 624] ἡ, das in die Irre Treiben, Verschlagen, τῶν νεῶν, Thuc. 8, 42 u. Sp. Auch übertr., das Irremachen, Verführen.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'égarer, de disperser.
Étymologie: πλανάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάνησις -εως, ἡ [πλανάω] het dwalen:. πλάνησιν τῶν νεῶν... παρέσχεν veroorzaakte het verdwalen van de schepen Thuc. 8.42.1.

Russian (Dvoretsky)

πλάνησις: εως (ᾰ) ἡ
1 рассеяние или блуждание (π. τῶν νεῶν ἐν τῷ σκότει Thuc.);
2 заблуждение, ошибка Sext.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, ΜΑ πλανώμαι
μτφ. αποπλάνηση, εξαπάτηση
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλανώ, η απομάκρυνση από την ευθεία, την ορθή οδό, περιπλάνηση
2. (κατ' επέκτ.) διασπορά, διασκόρπιση.

Greek Monotonic

πλάνησις: -εως, ἡ (πλανάω), περιπλάνηση, διασκόρπιση, τῶν νεῶν, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πλάνησις: -εως, ἡ, διασκόρπισις, διασπορά, τῶν νεῶν Θουκ. 8. 42. 2) μεταφορ., ἀποπλάνησις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 394.

Middle Liddell

πλάνησις, εως, πλανάω
a making to wander, a dispersing, τῶν νεῶν Thuc.

Lexicon Thucydideum

error, wandering, straying, 8.42.1.