συμμέτοχος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Antheil" to "Anteil")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] mit Antheil habend, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0982.png Seite 982]] mit Anteil habend, [[NT|N.T.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:45, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμέτοχος Medium diacritics: συμμέτοχος Low diacritics: συμμέτοχος Capitals: ΣΥΜΜΕΤΟΧΟΣ
Transliteration A: symmétochos Transliteration B: symmetochos Transliteration C: symmetochos Beta Code: summe/toxos

English (LSJ)

συμμέτοχον, partaking with another in a thing, τινί τινος J.BJ1.24.6, cf. Ep.Eph.5.7: as substantive, joint owner, PLond.5.1733.52 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 982] mit Anteil habend, N.T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui participe à ; τινί τινος qui participe à une ch. avec qqn ; subst.συμμέτοχος celui qui participe à, partenaire de, gén..
Étymologie: συμμετέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμμέτοχος -ον [σύμμετέχω] deelnemend, deelhebbend, met gen. aan iets. ongunstig medeplichtig, met gen. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμμέτοχος: IIсоучастник, сотоварищ (τινος Arst.).
сопричастный (ἔθνη συμμέτοχά τινος NT).

English (Strong)

from σύν and μέτοχος; a co-participant: partaker.

English (Thayer)

(T WH συνμετοχος (cf. σύν, II. at the end)), συμμετοχον, partaking together with one, a joint-partaker: τίνος, of something, Josephus, b. j. 1,24, 6; Justin Martyr, Apology 2,13.)

Greek Monolingual

-η, -ο / συμμέτοχος, -ον, ΝΑ συμμετέχω
αυτός που μετέχει σε κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
νεοελλ.
αυτός που συμπράττει με κάποιον, συνεργόςσυμμέτοχος στο έγκλημα»)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.συμμέτοχος
ο συνιδιοκτήτης.

Greek Monotonic

συμμέτοχος: -ον, αυτός που λαμβάνει μέρος σε κάτι μαζί με κάποιον, σύντροφος κάποιου, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

συμμέτοχος: -ον, ὁ μετέχων εἴς τι ὁμοῦ μετά τινος, τινί τινος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 6· ὁ συμμέτοχός τινος, ὁ σύντροφός τινος, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 22, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. ε΄, 7.

Middle Liddell

συμμέτοχος, ον,
partaking with another in a thing, the partner of another, NTest.

Chinese

原文音譯:summštocoj 沁-姆特-哦何士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:共-同-有(者)
字義溯源:同有分者,同為共享者,分擔者,同夥;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(μέτοχος)=有分者)組成,其中 (μέτοχος)出自(μετέχω)=分享或有分),而 (μετέχω)又由(μετά)*=同)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(2);弗(2)
譯字彙編
1) 同為⋯分享者(1) 弗3:6;
2) 同夥(1) 弗5:7