στραβισμός: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stravismos | |Transliteration C=stravismos | ||
|Beta Code=strabismo/s | |Beta Code=strabismo/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[squinting]], Gal.19.436: pl., Id.7.150, Alex.Aphr. ''Pr.''2.11. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ὁ, das Schielen, Alex. Aphrod. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0950.png Seite 950]] ὁ, das Schielen, Alex. Aphrod. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στραβισμός''': ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στραβίζω]]<br />[[αδυναμία]] τών ματιών να ευθυγραμμιστούν σωστά στο [[αντικείμενο]] [[προς]] το οποίο το [[άτομο]] ζητά να κατευθύνει το [[βλέμμα]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «συγκλίνων [[στραβισμός]]» — [[στραβισμός]] [[κατά]] τον οποίο το [[μάτι]] που αποκλίνει διευθύνεται [[προς]] τα [[μέσα]], [[προς]] το [[άλλο]] [[μάτι]]<br />β) «αποκλίνων [[στραβισμός]]» — [[στραβισμός]] [[κατά]] τον οποίο το [[μάτι]] που αποκλίνει διευθύνεται [[προς]] τα έξω, απομακρυνόμενο από το [[άλλο]] [[μάτι]]<br />γ) «[[συνεκτικός]] [[στραβισμός]]» — [[στραβισμός]] [[κατά]] τον οποίο η [[απόκλιση]] παραμένει σταθερή, άσχετα από τη [[διεύθυνση]] [[προς]] την οποία κατευθύνεται το [[βλέμμα]]<br />δ) «μη [[συνεκτικός]] [[στραβισμός]]» — [[στραβισμός]] [[κατά]] τον οποίο ο [[βαθμός]] της μη ευθυγράμμισης ποικίλλει ανάλογα με τη [[διεύθυνση]] του βλέμματος. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:17, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, squinting, Gal.19.436: pl., Id.7.150, Alex.Aphr. Pr.2.11.
German (Pape)
[Seite 950] ὁ, das Schielen, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
στραβισμός: ὁ, ἀλλοιθώρισμα, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 11.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ στραβίζω
αδυναμία τών ματιών να ευθυγραμμιστούν σωστά στο αντικείμενο προς το οποίο το άτομο ζητά να κατευθύνει το βλέμμα του
νεοελλ.
φρ. α) «συγκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα μέσα, προς το άλλο μάτι
β) «αποκλίνων στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο το μάτι που αποκλίνει διευθύνεται προς τα έξω, απομακρυνόμενο από το άλλο μάτι
γ) «συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο η απόκλιση παραμένει σταθερή, άσχετα από τη διεύθυνση προς την οποία κατευθύνεται το βλέμμα
δ) «μη συνεκτικός στραβισμός» — στραβισμός κατά τον οποίο ο βαθμός της μη ευθυγράμμισης ποικίλλει ανάλογα με τη διεύθυνση του βλέμματος.