δεξίμηλος: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deksimilos
|Transliteration C=deksimilos
|Beta Code=deci/mhlos
|Beta Code=deci/mhlos
|Definition=δεξίμηλον, [[receiving sheep]], i.e. [[rich in sacrifices]], [[δόμος]], [[ἐσχάρα]], [[ἀγάλματα]], E.''Andr.''129 (lyr.), 1138, ''Ph.''632.
|Definition=δεξίμηλον, [[receiving sheep]], i.e. [[rich in sacrifices]], [[δόμος]], [[ἐσχάρα]], [[ἀγάλματα]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''129 (lyr.), 1138, ''Ph.''632.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 07:35, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξῐμηλος Medium diacritics: δεξίμηλος Low diacritics: δεξίμηλος Capitals: ΔΕΞΙΜΗΛΟΣ
Transliteration A: dexímēlos Transliteration B: deximēlos Transliteration C: deksimilos Beta Code: deci/mhlos

English (LSJ)

δεξίμηλον, receiving sheep, i.e. rich in sacrifices, δόμος, ἐσχάρα, ἀγάλματα, E.Andr.129 (lyr.), 1138, Ph.632.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
que recibe ganado, e.e. que recibe o acoge sacrificios, rico en sacrificios, δόμος E.Andr.129, ἐσχάρα E.Andr.1138, ἀγάλματα E.Ph.632, θεοί Phot.δ 190, EM 256.20G., Sud.

German (Pape)

[Seite 546] Schaafe an-, aufnehmend, ἀγάλματα, als Opfer, Eur. Phoen. 632; ἐσχάρα Andr. 1138.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit des brebis, càd où, à qui ou près de qui l'on immole des brebis.
Étymologie: δέχομαι, μῆλον¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξίμηλος -ον [δέχομαι, 2. μῆλον] schapen ontvangend (d.w.z. waar schapen worden geofferd), rijk aan schapenoffers.

Russian (Dvoretsky)

δεξίμηλος: принимающий овец (для жертвоприношений) (θεῶν ἀγάλματα Eur.).

Greek Monolingual

δεξίμηλος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται ως θυσία πρόβατα, ο πλούσιος σε θυσίες («λεῖπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῦ», Ευρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι- < (θ. αορ.) εδεξάμην του ρ. δέχομαι + -μηλος < μήλον «πρόβατο» (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίλογος].

Greek Monotonic

δεξίμηλος: -ον (μῆλον), αυτός που δέχεται πρόβατα ως θυσία, δηλ. πλούσιος, άφθονος στις θυσίες, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δεξίμηλος: -ον, ὁ δεχόμενος ὡς θυσίαν πρόβατα, δηλ. πλούσιοι, εἰς θυσίας, δόμος, ἐσχάρα, ἀγάλματα Εὐρ. Ἀνδρ. 129, 1138, Φοιν. 632.

Middle Liddell

μῆλον
receiving sheep, i. e. rich in sacrifices, Eur.