ἐγκαταπλέκω: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=egkatapleko | |Transliteration C=egkatapleko | ||
|Beta Code=e)gkataple/kw | |Beta Code=e)gkataple/kw | ||
|Definition=[[interweave]], [[entwine]], ἀκάνθας δι' ἀλλήλων Plu.2.494a:—Pass., X.''Cyn.''9.12. | |Definition=[[interweave]], [[entwine]], ἀκάνθας δι' ἀλλήλων Plu.2.494a:—Pass., [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''9.12. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:00, 7 November 2024
English (LSJ)
interweave, entwine, ἀκάνθας δι' ἀλλήλων Plu.2.494a:—Pass., X.Cyn.9.12.
Spanish (DGE)
entrelazar, entramar τὰς ἀκάνθας ... δι' ἀλλήλων Plu.2.494a, τὰς τῆς βελόνης ἀκίδας ... τὰς μὲν εὐθείας τὰς δὲ πλαγίας Plu.2.983c, τὸ ῥάμμα, ᾧ τὸν στήμονα ἐγκαταπλέκουσι Hsch.α 7271, en v. pas. χρὴ δὲ εἶναι ... ἧλους ... ξυλίνους ἐγκαταπεπλεγμένους ἐν τῷ πλοκάνῳ es necesario que los clavos sean de madera, entrelazados en la cuerda trenzada X.Cyn.9.12
•fig., en el discurso entremezclar, combinar ὀνόματα D.H.Comp.12.8, τὰς παραινέσεις Lib.Sent.2.2.
German (Pape)
[Seite 706] einflechten, einfügen; Xen. Cyn. 9, 12 u. Sp., wie Plut. sol. an. 35 p. 200, καὶ συνείρω.
French (Bailly abrégé)
entrelacer dans, τινι.
Étymologie: ἐν, καταπλέκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταπλέκω: вплетать, втыкать (ἧλοι ἐγκαταπεπλεγμένοι ἐν τῷ πλοκάμῳ Xen.; τὰς ἀκάνθας δι᾽ ἀλλήλων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπλέκω: μέλλ. -πλέξω, ἐνυφαίνω, συμπλέκω, περιπλέκω, Ξεν. Κυν. 9. 12.
Greek Monolingual
ἐγκαταπλέκω (Α)
συμπλέκω, ενυφαίνω.
Greek Monotonic
ἐγκαταπλέκω: μέλ. -πλέξω, συμπλέκω, αναμειγνύω, ανακατεύω, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. -πλέξω
to interweave, entwine, Xen.