ἀνταπολαμβάνω: Difference between revisions
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[receive]] or [[accept]] in [[return]], Plat., Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
receive or accept in return, ἑστίασιν Pl.Ti.27b; χάριν D.20.46.
Spanish (DGE)
1 recibir, aceptar a su vez ἑστίασιν Pl.Ti.27b, χάριν D.20.46, Ael.Ep.8, τὴν ἄνωθεν ὕπαρξιν Corp.Herm.16.4.
2 sufrir un castigo ἐκ νόμων PMasp.97ue.75 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 244] (s. λαμβάνω), dagegen empfangen, Plat. Tim. 27 b; χάριν Dem. 20, 46.
French (Bailly abrégé)
recevoir en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπολάμβανω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνταπολαμβάνω: получать взамен или в воздаяние (τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; χάριν Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἀπολαμβάνω ἐν τῷ μέρει, ἀπολαμβάνω ἀμοιβαίως, τελέως τε καὶ λαμπρῶς ἔοικα ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.
Greek Monolingual
ἀνταπολαμβάνω (Α)
παίρνω ή δέχομαι κάτι ως ανταπόδοση.
Greek Monotonic
ἀνταπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω ή αποδέχομαι ως αντάλλαγμα, σε Πλάτ., Δημ.