ἁλουργίς: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἁλουργίς]] (- | |mltxt=[[ἁλουργίς]] (-ίδος), η (AM)<br />πορφυρή [[εσθήτα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως επίθ. για ενδύματα) [[πορφυρόχρωμος]], [[κόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁλουργός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργίδιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλουργίς:''' - | |lsmtext='''ἁλουργίς:''' -ίδος, ἡ, πορφυρή [[εσθήτα]], σε Αριστοφ.· ως επίθ. ἐσθὴς [[ἁλουργίς]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἁλουργής]]<br />a [[purple]] [[robe]], Ar.: as adj., ἐσθὴς [[ἁλουργίς]] Luc. | |mdlsjtxt=[from [[ἁλουργής]]<br />a [[purple]] [[robe]], Ar.: as adj., ἐσθὴς [[ἁλουργίς]] Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:21, 1 March 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A purple robe, Ar.Eq.967, IG2.754, Chamaeleon ap.Ath.9.374a.
II as adjective, ἐσθὴς ἁλουργίς f.l. in Luc.Nav.22.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1manto de púrpura como signo de divinidad, realeza o simple lujo ἁλουργίδα ἔχων κατάπαστον con manto de púrpura bordado Ar.Eq.967, χρυσόπαστος D.C.63.20.3, Polyaen.8.43, ἁλουργὶς ξενική IG 22.1517.155, 22.1514.49 (IV/III a.C.), ἐφόρει ἁλουργίδα Chamael.43, cf. D.L.8.47, ποικίλαις ἁ. ἀμφιέννυνται D.H.3.62, cf. AP 7.218 (Antip.Sid.), en un sueño, Artem.2.3.
2 paño de altar, CCP(536) Act.5 p.95.26.
II fig.
1 manto de púrpura, la púrpura como colmo de la excelencia ἁλουργὶς θεοῦ γενόμενος de San Pablo después de la conversión, Isid.Pel.Ep.M.78.381A, cf. Nil.M.79.872A, ὁ Χριστός, καθάπερ ἁ. βασιλικήν τὸ ἴδιον φόρημα περικείμενος ... τὸ ἀνθρώπινον σῶμα Cyr.Al.M.73.484B.
2 la púrpura imperial, el imperio τὸν Γάλλον ἀφελέσθαι μὲν τῆς ἁ. Philost.HE 4.1.
German (Pape)
[Seite 109] ίδος, ἡ, mit Meerpurpur gefärbtes, ächtes Purpurkleid, Ar. Equ. 962; Ant. Sid. 83 (VII, 218); Plut. Rom. 14 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
s.e. ἐσθής;
robe de pourpre.
Étymologie: fém. de ἁλουργής.
Russian (Dvoretsky)
ἁλουργίς: ίδος ἡ (sc. ἐσθής) пурпурная одежда Arph., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργίς: -ίδος, ἡ, πορφυρᾶ ἐσθής, Ἀριστοφ. Ἱππ. 967, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 58, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐσθὴς ἁλουργίς, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 22· ἀλλ’ ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ ἁλουργής, ὡς ἐν εἰκόσι τοῦ αὐτοῦ 11.
Greek Monolingual
ἁλουργίς (-ίδος), η (AM)
πορφυρή εσθήτα
αρχ.
(ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον.
Greek Monotonic
ἁλουργίς: -ίδος, ἡ, πορφυρή εσθήτα, σε Αριστοφ.· ως επίθ. ἐσθὴς ἁλουργίς, σε Λουκ.
Middle Liddell
[from ἁλουργής
a purple robe, Ar.: as adj., ἐσθὴς ἁλουργίς Luc.