χρησμολόγος: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chrismologos | |Transliteration C=chrismologos | ||
|Beta Code=xrhsmo/logos | |Beta Code=xrhsmo/logos | ||
|Definition=(parox.), ον,<br><span class="bld">A</span> [[uttering oracles]], χ. [[ἀνήρ]] [[soothsayer]], [[diviner]], [[Herodotus|Hdt.]]1.62, 8.96; of Musaeus, S.''Fr.''1116.<br><span class="bld">II</span> [[expounder]] of [[oracle]]s, [[Herodotus|Hdt.]]7.142,143; and in 7.6, of Onomacritus, [[collector]] of [[oracle]]s, [[oracle]]-[[monger]], cf. Ar.''Av.''960, ''Pax''1047, Th.2.8,21. | |Definition=(parox.), ον,<br><span class="bld">A</span> [[uttering oracles]], χ. [[ἀνήρ]] [[soothsayer]], [[diviner]], [[Herodotus|Hdt.]]1.62, 8.96; of Musaeus, [[Sophocles|S.]]''[[Fragments|Fr.]]''1116.<br><span class="bld">II</span> [[expounder]] of [[oracle]]s, [[Herodotus|Hdt.]]7.142,143; and in 7.6, of Onomacritus, [[collector]] of [[oracle]]s, [[oracle]]-[[monger]], cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''960, ''Pax''1047, Th.2.8,21. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[προφήτης]]). Ἀπό τό [[χρησμός]] (τοῦ [[χράω]] χρήω-ῶ) + [[λόγος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ.: [[λέγω]] καί [[χράω]]. | |mantxt=(=[[προφήτης]]). Ἀπό τό [[χρησμός]] (τοῦ [[χράω]] χρήω-ῶ) + [[λόγος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ.: [[λέγω]] καί [[χράω]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[oraculorum interpretes]]'', [[interpreters of oracles]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.8.2/ 2.8.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.21.3/ 2.21.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.1.1/ 8.1.1]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:47, 16 November 2024
English (LSJ)
(parox.), ον,
A uttering oracles, χ. ἀνήρ soothsayer, diviner, Hdt.1.62, 8.96; of Musaeus, S.Fr.1116.
II expounder of oracles, Hdt.7.142,143; and in 7.6, of Onomacritus, collector of oracles, oracle-monger, cf. Ar.Av.960, Pax1047, Th.2.8,21.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel sprechend, weissagend, prophezeihend; ἀνήρ Her. 1, 62; Soph. bei Schol. Ar. Ran. 1065; Ar. Pax 1012 u. öfter; Thuc. 2, 8. 21; Xen. Hell. 3, 3,3; auch = das Orakel deutend, auslegend, Her. 7, 142. 143; auch Orakelsammler, 7, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui prononce ou rend des oracles;
2 qui interprète ou explique les oracles.
Étymologie: χρησμός, λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
χρησμολόγος: χρησμός + λέγω III] пророческий, вещий (ἀνήρ Her.; Μουσαῖος Soph.; μάρτυρες περὶ τῶν ἐσομένων Arst.).
II ὁ λέγω III] прорицатель Her. etc.
III ὁ λέγω II] собиратель старых прорицаний (Ὀνομάκριτος, ἀνὴρ χ. καὶ διαθέτης χρησμῶν τῶν Μουσαίου Her.).
Greek (Liddell-Scott)
χρησμολόγος: -ον, ὁ ἀπαγγέλλων χρησμούς, ὁ χρησμοδοτῶν, μάντις, χ. ἀνήρ, μάντις, προφήτης, Ἡρόδοτ. 1. 62., 8. 96· ἐπὶ τοῦ Μουσαίου, Σοφ. Ἀποσπ. 960. ΙΙ. ὁ ἑρμηνεύων τοὺς χρησμούς, Ἡρόδ. 7. 142, 143· καὶ ἐν 7. 6, πιθανῶς ὁ συλλέγων χρησμούς, ποιῶν συλλογὴν αὐτῶν πρὸς χρηματισμόν, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 960. Εἰρ. 1047, Θουκ. 2. 8, 21.
Greek Monolingual
-ο / χρησμολόγος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που απαγγέλλει χρησμούς, μάντης
2. αυτός που ερμηνεύει χρησμούς
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η χρησμολόγος
άτομο που συλλέγει χρησμούς, προκειμένου να τους μελετήσει
2. πρόσωπο που αρέσκεται στην χρησιμοποίηση ακατανόητων λόγων
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τη συλλογή χρησμών για να κερδίσει χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + -λόγος].
Greek Monotonic
χρησμολόγος: -ον (λέγω)·
I. αυτός που προφέρει χρησμούς, μάντης, χρησμολόγος ἀνήρ, προφήτης, μάντης, σε Ηρόδ.
II. ερμηνευτής χρησμών, έμπορος χρησμών, στον ίδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
χρησμο-λόγος, ον, λέγω
I. uttering oracles, divining, χ. ἀνήρ a soothsayer, diviner, Hdt.
II. an expounder of oracles, an oracle-monger, Hdt., Ar.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=προφήτης). Ἀπό τό χρησμός (τοῦ χράω χρήω-ῶ) + λόγος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήμ.: λέγω καί χράω.
Lexicon Thucydideum
oraculorum interpretes, interpreters of oracles, 2.8.2, 2.21.3, 8.1.1.