καταμεθύσκω: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katamethysko | |Transliteration C=katamethysko | ||
|Beta Code=katamequ/skw | |Beta Code=katamequ/skw | ||
|Definition=aor. -εμέθῠσα, causal, [[make drunk]], [[Herodotus|Hdt.]]1.106, 2.121.έ, [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 471b, etc.; εὐτυχία -ύσκουσα τοῖς ἀγαθοῖς τὰν διάνοιαν Archyt. ap. Stob.3.1.114:—Pass., to [[be made quite drunk]], ὑπό τινος D.S.4.84: abs., [[get drunk]], Plb.5.39.2. | |Definition=aor. -εμέθῠσα, causal, [[make drunk]], [[Herodotus|Hdt.]]1.106, 2.121.έ, [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 471b, etc.; εὐτυχία -ύσκουσα τοῖς ἀγαθοῖς τὰν διάνοιαν Archyt. ap. Stob.3.1.114:—Pass., to [[be made quite drunk]], ὑπό τινος [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.84: abs., [[get drunk]], Plb.5.39.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:25, 27 March 2024
English (LSJ)
aor. -εμέθῠσα, causal, make drunk, Hdt.1.106, 2.121.έ, Pl.Grg. 471b, etc.; εὐτυχία -ύσκουσα τοῖς ἀγαθοῖς τὰν διάνοιαν Archyt. ap. Stob.3.1.114:—Pass., to be made quite drunk, ὑπό τινος D.S.4.84: abs., get drunk, Plb.5.39.2.
German (Pape)
[Seite 1363] (s. μεθύσκω), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.
French (Bailly abrégé)
impf. κατεμέθυσκον, ao. κατεμέθυσα;
enivrer.
Étymologie: κατά, μεθύσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-μεθύσκω dronken voeren.
Russian (Dvoretsky)
καταμεθύσκω: (aor. κατεμέθυσα) поить допьяна, опьянять (τινά Her., Plat.); pass. быть подпаиваемым (ὑπό τινος Diod.) или напиваться, быть пьяным Polyb.
Greek Monolingual
καταμεθύσκω (Α)
κάνω κάποιον να μεθύσει τελείως.
Greek Monotonic
καταμεθύσκω: αόρ. αʹ -εμέθῠσα, μτβ., κάνω κάποιον να μεθύσει εντελώς, σε Ηρόδ., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταμεθύσκω: ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., κάμνω τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, ἐμβάλλω εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ· ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.