εὐεργής: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο") |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evergis | |Transliteration C=evergis | ||
|Beta Code=eu)ergh/s | |Beta Code=eu)ergh/s | ||
|Definition=εὐεργές, ([[ἔργον]])<br><span class="bld">A</span> [[well-wrought]], [[well-made]], of [[chariot]]s, [[εὐεργέος]] ἔκπεσε δίφρου Il.5.585; of ships, <b class="b3">μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐεργής</b> = [[and the same well-made ship brought us here]] 24.396, and freq. in Od., cf. ''IG''12.74.27; [[πηδάλιον]] Hes.''Op.''629; of [[garment]]s, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224; of [[gold]], [[wrought]], χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274.<br><span class="bld">2</span> [[well-done]]: hence in plural, [[εὐεργέα]], = the Prose [[ | |Definition=εὐεργές, ([[ἔργον]])<br><span class="bld">A</span> [[well-wrought]], [[well-made]], of [[chariot]]s, [[εὐεργέος]] ἔκπεσε δίφρου Il.5.585; of ships, <b class="b3">μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐεργής</b> = [[and the same well-made ship brought us here]] 24.396, and freq. in Od., cf. ''IG''12.74.27; [[πηδάλιον]] Hes.''Op.''629; of [[garment]]s, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224; of [[gold]], [[wrought]], χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274.<br><span class="bld">2</span> [[well-done]]: hence in plural, [[εὐεργέα]], = the Prose [[εὐεργεσία]]ι, [[benefit]]s, [[service]]s, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων 22.319, cf. 4.695; also [[ἀθάνατοι]] χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς ''Milet.''1(7).205b (ii A. D.).<br><span class="bld">3</span> = [[εὐεργός]] II.2, τῷ ψυχρῷ Olymp.''in Mete.''313.9.<br><span class="bld">4</span> [[easy]], of a [[surgical]] [[operation]], Antyll. ap. Orib.45.2.6.<br><span class="bld">5</span> [[effective]], τὴν εὐώνυμον χεῖρα εὐεργεστέραν Sor.2.61. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐεργής:'''<br /><b class="num">1</b> [[хорошо сделанный]], [[искусно сработанный]] ([[δίφρος]], [[λώπη]], [[νηῦς]] Hom.; [[πηδάλιον]] Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[хорошо обработанный]] ([[χρυσός]] Hom.);<br /><b class="num">3</b> (о делах) хороший, добрый: [[χάρις]] εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела. | |elrutext='''εὐεργής:'''<br /><b class="num">1</b> [[хорошо сделанный]], [[искусно сработанный]] ([[δίφρος]], [[λώπη]], [[νηῦς]] Hom.; [[πηδάλιον]] Hes.);<br /><b class="num">2</b> [[хорошо обработанный]] ([[χρυσός]] Hom.);<br /><b class="num">3</b> (о делах) [[хороший]], [[добрый]]: [[χάρις]] εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 14:13, 26 October 2023
English (LSJ)
εὐεργές, (ἔργον)
A well-wrought, well-made, of chariots, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Il.5.585; of ships, μία δ' ἤγαγε νηῦς εὐεργής = and the same well-made ship brought us here 24.396, and freq. in Od., cf. IG12.74.27; πηδάλιον Hes.Op.629; of garments, ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην Od.13.224; of gold, wrought, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα 24.274.
2 well-done: hence in plural, εὐεργέα, = the Prose εὐεργεσίαι, benefits, services, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ' εὐεργέων 22.319, cf. 4.695; also ἀθάνατοι χαίρουσι βροτῶν εὐεργέσι τιμαῖς Milet.1(7).205b (ii A. D.).
3 = εὐεργός II.2, τῷ ψυχρῷ Olymp.in Mete.313.9.
4 easy, of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.2.6.
5 effective, τὴν εὐώνυμον χεῖρα εὐεργεστέραν Sor.2.61.
German (Pape)
[Seite 1065] ές (ἔργω), 1) wohlgearbeitet, schön gemacht, bei Hom. in Od. vom Schiff u. vom Wagenstuhl, δίφρος Il., von einem Kleide Od. 13, 224, χρυσός, gut verarbeitet, 24, 274; πηδάλιον Hes. O. 627; sp. D., ἄγκιστρον Opp. H. 5, 135. – 2) wohlgethan, εὐεργέα, Wohlthaten, Od. 4, 695. 22, 319. – 3) leicht zu bearbeiten, Theophr. – Bei Sp. auch akt., geschickt arbeitend.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien travaillé :
1 au sens matériel (char, navire, vêtement);
2 au sens moral εὐεργέα OD des bienfaits.
Étymologie: εὖ, ἔργον.
Russian (Dvoretsky)
εὐεργής:
1 хорошо сделанный, искусно сработанный (δίφρος, λώπη, νηῦς Hom.; πηδάλιον Hes.);
2 хорошо обработанный (χρυσός Hom.);
3 (о делах) хороший, добрый: χάρις εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργής: -ές, (ἔργον) εὖ πεποιημένος, κατὰ τέχνην καὶ καλῶς εἰργασμένος, ἐπὶ ἁρμάτων, εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου Ἰλ. Ε. 585· ἐπὶ πλοίων, μία δ’ ἤγαγε ναῦς εὐεργής Ω. 396, καὶ συχν. ἐν Ὀδ.· πηδάλιον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 627· ἐπὶ ἱματίων, ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχουσ’ εὐεργέα λώπην Ὀδ. Ν. 224· ἐπὶ χρυσοῦ, κατειργασμένος, χρυσοῦ… εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα Ω. 274. 2) καλῶς πεποιημένος: ἐντεῦθεν ἐν τῷ πληθ. εὐεργέα = τῷ παρὰ πεζογράφοις εὐεργεσίαι, οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ’ εὐεργέων Χ. 319, πρβλ. Δ. 695.
English (Autenrieth)
ές: well-made, well-wrought; pl., εὐεργέα, good deeds, benefactions, Od. 22.319.
Greek Monolingual
εὐεργής, -ές (Α)
1. ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς εὐεργής» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῦ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)
2. εύκολος στην κατεργασία
3. (για χειρουργική επέμβαση) εύκολος
4. αποτελεσματικός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐεργέα
οι ευεργεσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -εργής, (< έργον), πρβλ. αλι-εργής, λιθο-εργής].
Greek Monotonic
εὐεργής: -ές (*ἔργω),·
1. καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος, λέγεται για άρματα, πλοία κ.λπ., σε Όμηρ.· λέγεται για χρυσό, επεξεργασμένος, κατεργασμένος καλά, σε Ομήρ. Οδ.
2. καλά καμωμένος· πληθ., εὐεργέα = εὐεργεσίαι, ωφέλειες, υπηρεσίες, στο ίδ.
Middle Liddell
εὐ-εργής, ές [*ἔργω
1. well-wrought, well-made, of chariots, ships, etc., Hom.; of gold, wrought, Od.
2. well-done: pl. εὐεργέα = εὐεργεσίαι, benefits, services, Od.