ἁρμοστός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mec. [[ajustado]], [[adaptado]], [[encajado]] de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero <i>Spir</i>.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero <i>Spir</i>.1.21, cf. <i>Aut</i>.10.3, 16.1, <i>Dioptr</i>.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.<br /><b class="num">2</b> fig. de cosas y abstr. [[conveniente]], [[adecuado]] καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.<i>Fr.Hist</i>.4, τάν τε φιλίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν <i>ICr</i>.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.<br /><b class="num">3</b> [[ἁρμοστή]] lat. <i>[[sponsa]]</i>, <i>Gloss</i>.2.245.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἁρμοστῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[ajustadamente]] χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero <i>Aut</i>.11.2, cf. 2.8.<br /><b class="num">2</b> [[convenientemente]] ἔχειν Plu.2.438a (cód.).
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>mec. [[ajustado]], [[adaptado]], [[encajado]] de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero <i>Spir</i>.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero <i>Spir</i>.1.21, cf. <i>Aut</i>.10.3, 16.1, <i>Dioptr</i>.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.14, cf. 17.66.<br /><b class="num">2</b> fig. de cosas y abstr. [[conveniente]], [[adecuado]] καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.<i>Fr.Hist</i>.4, τάν τε φιλίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν <i>ICr</i>.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.<br /><b class="num">3</b> [[ἁρμοστή]] lat. <i>[[sponsa]]</i>, <i>Gloss</i>.2.245.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἁρμοστῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[ajustadamente]] χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero <i>Aut</i>.11.2, cf. 2.8.<br /><b class="num">2</b> [[convenientemente]] ἔχειν Plu.2.438a (cód.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:58, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοστός Medium diacritics: ἁρμοστός Low diacritics: αρμοστός Capitals: ΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: harmostós Transliteration B: harmostos Transliteration C: armostos Beta Code: a(rmosto/s

English (LSJ)

ἁρμοστή, ἁρμοστόν, joined, adapted, well-fitted, Hero Spir.1.16, al.; τινὶ κατὰ τὸ πλάτος Plb.21.28.12; suitable, fit, ἁρμοστόν μοι λέγειν τοῦτο Philem. 4.4. Adv. ἁρμοστῶς = in suitable manner, appropriate manner, proportionately Plu.2.438a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1mec. ajustado, adaptado, encajado de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero Spir.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero Spir.1.21, cf. Aut.10.3, 16.1, Dioptr.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.
2 fig. de cosas y abstr. conveniente, adecuado καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.Fr.Hist.4, τάν τε φιλίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν ICr.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.
3 ἁρμοστή lat. sponsa, Gloss.2.245.
II adv. ἁρμοστῶς
1 ajustadamente χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero Aut.11.2, cf. 2.8.
2 convenientemente ἔχειν Plu.2.438a (cód.).

German (Pape)

[Seite 356] zusammengefügt; verlobt, verheiratet; angemessen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de ἁρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμοστός: прилаженный, укрепленный (κατά τι Polyb.; ἁρμοστὸν ἐπίθεμα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁρμόζω, καλῶς προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· ἁρμόδιος, κατάλληλος, καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁρμοστός, -ή, -όν) αρμόζω
ο προσαρμοσμένος κατάλληλα, ο κατάλληλος
αρχ.
ως ουσ. ο μνηστήρας, η μνηστή.