χθονοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chthonostivis
|Transliteration C=chthonostivis
|Beta Code=xqonostibh/s
|Beta Code=xqonostibh/s
|Definition=χθονοστιβές, [[treading the earth]], opp. [[οὐράνιος]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''301.
|Definition=χθονοστιβές ([[στείβω]]), [[treading the earth]], opp. [[οὐράνιος]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''301.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χθονοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.
|lsmtext='''χθονοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χθονο-στῐβής, ές [[στείβω]]<br />treading the [[earth]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 4 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονοστῐβής Medium diacritics: χθονοστιβής Low diacritics: χθονοστιβής Capitals: ΧΘΟΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: chthonostibḗs Transliteration B: chthonostibēs Transliteration C: chthonostivis Beta Code: xqonostibh/s

English (LSJ)

χθονοστιβές (στείβω), treading the earth, opp. οὐράνιος, S.OT301.

German (Pape)

[Seite 1355] ές, die Erde betretend, auf der Erde gehend, Soph. O. R. 301, im Gegensatz von οὐράνιος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui foule la terre.
Étymologie: χθών, στείβω.

Russian (Dvoretsky)

χθονοστῐβής: топчущий землю, т. е. земной: οὐράνιά τε καὶ χθονοστιβῆ Soph. (все) небесное и земное.

English (Woodhouse)

treading the earth, walking the earth, walking the ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Greek (Liddell-Scott)

χθονοστῐβής: -ές, ἐπίγειος, γήϊνος, ὦ πάντα νωμῶν Τειρεσία, .. οὐρνάνιά τε καὶ χθονοστιβῆ, «τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια, γήΐνα» (Σχόλ.), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 301.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που πατά στη γη, επίγειος, γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. ήλιοστιβής, νιφοστιβής].

Greek Monotonic

χθονοστῐβής: -ές (στείβω), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.