δικηγόρος: Difference between revisions
m (Text replacement - "Proceß" to "Prozess") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός" to "ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, [[παράκλ...) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η (Α [[δικηγόρος]])<br />[[νομικός]] ο [[οποίος]] κατ' [[επάγγελμα]] υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)<br /><b>2.</b> [[εύγλωττος]], [[ευφραδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]]. Η λ. απαντά ήδη [[κατά]] τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο [[συνήγορος]], [[αλλά]] ο [[τονισμός]] [[κατά]] το [[δημηγόρος]]. | |mltxt=ο, η (Α [[δικηγόρος]])<br />[[νομικός]] ο [[οποίος]] κατ' [[επάγγελμα]] υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)<br /><b>2.</b> [[εύγλωττος]], [[ευφραδής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]]. Η λ. απαντά ήδη [[κατά]] τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο [[συνήγορος]], [[αλλά]] ο [[τονισμός]] [[κατά]] το [[δημηγόρος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[advocate]]=== | |||
Albanian: avokat; Arabic: محامي, محامية; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: [[advocaat]], advocate, [[verdediger]], [[verdedigster]]; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: [[avocat]], avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: [[Rechtsanwalt]], Rechtsanwältin, [[Verteidiger]]; Greek: [[συνήγορος]]; Ancient Greek: [[ἀγοραῖος]], [[ἀρωγός]], [[δικαιολόγος]], [[δικηγόρος]], [[δικήγορος]], [[δικογράφος]], [[δικολέκτης]], [[δικολόγος]], [[δικοτέχνης]], [[ἐκβιβαστής]], [[ἔκδικος]], [[ξύνδικος]], [[ξυνήγορος]], [[παράκλητος]], [[πρόδικος]], [[προήγορος]], [[ῥητὴρ δικῶν]], [[συνάγορος]], [[σύνδικος]], [[συνήγορος]], [[σχολαστικός]]; Hebrew: סנגור; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: [[cognitor]], [[advocatus]]; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: [[адвокат]], [[защитник]], [[защитница]]; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: [[abogado]], abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:56, 12 November 2024
English (LSJ)
ὁ, advocate, Lyd. Mag. 3.66, Agath. 5.7, Suid. s.v. Ἀλέξανδρος Αἰγαῖος, Eust. 131.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ abogado Lyd.Mag.3.66, Agath.5.7.1, Sud.s.u. Ἀλέξανδρος Αἰγαῖος, Eust.131.2.
German (Pape)
[Seite 629] ὁ, Prozessführer, Sachwalter, Sp.
Greek Monolingual
ο, η (Α δικηγόρος)
νομικός ο οποίος κατ' επάγγελμα υποστηρίζει τον πελάτη του στο δικαστήριο
νεοελλ.
1. αυτός που αυτόκλητα παρεμβαίνει για να υπερασπίσει κάποιον («δεν σε βάλαμε για δικηγόρο», «μη μάς κάνεις τον δικηγόρο»)
2. εύγλωττος, ευφραδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -ηγορος < αγορά. Η λ. απαντά ήδη κατά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Το β' συνθετικό όπως στο συνήγορος, αλλά ο τονισμός κατά το δημηγόρος.
Translations
advocate
Albanian: avokat; Arabic: محامي, محامية; Armenian: փաստաբան, իրավաբան; Belarusian: адвакат; Bulgarian: адвокат, адвокатка; Catalan: advocat; Chechen: юрист; Crimean Tatar: advokat; Czech: obhájce, advokát, právník, právnička; Danish: advokat; Dutch: advocaat, advocate, verdediger, verdedigster; Esperanto: advokato; Finnish: puolestapuhuja; French: avocat, avocate; Galician: avogado, avogada; Georgian: ადვოკატი; German: Rechtsanwalt, Rechtsanwältin, Verteidiger; Greek: συνήγορος; Ancient Greek: ἀγοραῖος, ἀρωγός, δικαιολόγος, δικηγόρος, δικήγορος, δικογράφος, δικολέκτης, δικολόγος, δικοτέχνης, ἐκβιβαστής, ἔκδικος, ξύνδικος, ξυνήγορος, παράκλητος, πρόδικος, προήγορος, ῥητὴρ δικῶν, συνάγορος, σύνδικος, συνήγορος, σχολαστικός; Hebrew: סנגור; Ido: advokato; Indonesian: pengacara, advokat; Irish: abhcóide; Italian: avvocato, avvocata; Khmer: ស្មាក្ដី; Ladin: aucat; Latin: cognitor, advocatus; Macedonian: адвокат; Malayalam: വക്കീല്, അഭിഭാഷകന്; Maltese: avukat, avukatessa; Maori: kaitautoko; Middle English: oratour; Polish: adwokat, adwokatka, obrońca; Portuguese: advogado, advogada; Russian: адвокат, защитник, защитница; Slovene: zagovornik, zagovornica; Spanish: abogado, abogada; Swedish: advokat; Tagalog: abogado; Tamil: வக்கீல்; Tocharian B: weñmo; Volapük: lavogan, hilavogan, jilavogan