ἀναιρετικός: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt= | |dgtxt=ἀναιρετική, ἀναιρετικόν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[destructor]], [[aniquilador]] τὰ λυπηρά Arist.<i>Rh</i>.1386<sup>a</sup>6, νοσήματα Plu.2.918e, λήμματα Plu.2.427e, cf. Ph.<i>Fr</i>.p.103, Iambl.<i>Myst</i>.5.11, Horap.2.35<br /><b class="num">•</b>de argumentos y doctrinas, Origenes <i>Cels</i>.5.24, Clem.Al.<i>Strom</i>.8.5.15<br /><b class="num">•</b>gram. [[neutralizador]] de las partículas κεν y ἄν respecto al valor temporal pasado del verbo, Sch.D.T.292.3.<br /><b class="num">2</b> [[venenoso]], [[mortífero]] de plantas, Gal.14.57, Dsc.1.129, φάρμακα Men.Prot.p.47, ζῷον Pall.<i>H.Laus</i>.18.10.<br /><b class="num">3</b> astrol. [[que señala el fin de la vida]], [[mortal]] en el esquema del zodíaco, Balbillus en <i>Cat.Cod.Astr</i>.8(4).235, Ptol.<i>Tetr</i>.3.11.2.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναιρετικῶς]] gram. [[negativamente]] op. [[θετικῶς]] del uso que los escépticos hacen del sintagma οὐ μᾶλλον, p. ej. οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ [[Χίμαιρα]] D.L.9.75. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-όν subst. [[τὸ ἀναιρετικόν]] = [[fórmula para destruir]] ἐστὶ δὲ καὶ διάκοπος ... καὶ ἀναιρετικόν <b class="b3">es también fórmula para separar y destruir</b> P VII 430 | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0189.png Seite 189]] ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0189.png Seite 189]] ή, όν, [[vernichtend]], [[zerstörend]], Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. [[ἀναιρετικῶς]], [[verneinend]], Diog. L. 9, 11, 75. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναιρετικός]], -ή, -όν) [[ἀναιρῶ]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναίρεση]] ή την [[ανασκευή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ικανός]] για [[αναίρεση]] αποφάσεως, [[ακυρωτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] για [[καταστροφή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[δηλητηριώδης]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀναιρετικός]], -ή, -όν) [[ἀναιρῶ]]<br />ο [[σχετικός]] με την [[αναίρεση]] ή την [[ανασκευή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ικανός]] για [[αναίρεση]] αποφάσεως, [[ακυρωτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ικανός]] για [[καταστροφή]], [[καταστρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (για φάρμακα) [[δηλητηριώδης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 22 March 2024
English (LSJ)
ἀναιρετική, ἀναιρετικόν,
A destructive, Arist.Rh.1386a6; ἀναιρετικὸς τινος Ph.Fr.103 H.; ἀναιρετικὸς ἀλλήλων = mutually destructive, Plu.2.427e, Iamb.Myst.5.11; of plants, poisonous, Gal.14.57, Dsc.1.129; φάρμακα Men.Prot.p.47 D. Adv. ἀναιρετικῶς = negatively D.L.9.75.
2 Astrol., having the nature of ἀναιρέτης ΙΙ, Ptol.Tetr.127.
Spanish (DGE)
ἀναιρετική, ἀναιρετικόν
I 1destructor, aniquilador τὰ λυπηρά Arist.Rh.1386a6, νοσήματα Plu.2.918e, λήμματα Plu.2.427e, cf. Ph.Fr.p.103, Iambl.Myst.5.11, Horap.2.35
•de argumentos y doctrinas, Origenes Cels.5.24, Clem.Al.Strom.8.5.15
•gram. neutralizador de las partículas κεν y ἄν respecto al valor temporal pasado del verbo, Sch.D.T.292.3.
2 venenoso, mortífero de plantas, Gal.14.57, Dsc.1.129, φάρμακα Men.Prot.p.47, ζῷον Pall.H.Laus.18.10.
3 astrol. que señala el fin de la vida, mortal en el esquema del zodíaco, Balbillus en Cat.Cod.Astr.8(4).235, Ptol.Tetr.3.11.2.
II adv. ἀναιρετικῶς gram. negativamente op. θετικῶς del uso que los escépticos hacen del sintagma οὐ μᾶλλον, p. ej. οὐ μᾶλλον ἡ Σκύλλα γέγονεν ἢ ἡ Χίμαιρα D.L.9.75.
Léxico de magia
-όν subst. τὸ ἀναιρετικόν = fórmula para destruir ἐστὶ δὲ καὶ διάκοπος ... καὶ ἀναιρετικόν es también fórmula para separar y destruir P VII 430
German (Pape)
[Seite 189] ή, όν, vernichtend, zerstörend, Arist. rhet. 2, 8 u. Sp. – Adv. ἀναιρετικῶς, verneinend, Diog. L. 9, 11, 75.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
destructif.
Étymologie: ἀναιρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναιρετικός:
1 уничтожающий, разрушительный (τινος Arst., Plut.);
2 смертельный (νοσήματα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναιρετικός: -ή, -όν, ὁ ἀναιρῶν, καταστρεπτικός, Ἀριστ. Ρητ. 2. 8, 8˙ ἀν. τινος Πλούτ. 2. 427Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀρνητικῶς, Διογ. Λ. 9. 75.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναιρετικός, -ή, -όν) ἀναιρῶ
ο σχετικός με την αναίρεση ή την ανασκευή
νεοελλ.
ικανός για αναίρεση αποφάσεως, ακυρωτικός
αρχ.
1. ικανός για καταστροφή, καταστρεπτικός
2. (για φάρμακα) δηλητηριώδης.