κραδίας: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κραδίας]], -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [[κράδη]]<br /><b>1.</b> (για [[τυρί]]) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>μουσ.</b> «[[κραδίης νόμος]]» — [[αυλητικός]] [[νόμος]] ο [[οποίος]] εκτελούνταν [[κατά]] τη [[μαστίγωση]] τών [[φαρμακών]], [[δηλαδή]] τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.
|mltxt=[[κραδίας]], -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [[κράδη]]<br /><b>1.</b> (για [[τυρί]]) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> <b>μουσ.</b> «[[κραδίης νόμος]]» — [[αυλητικός]] [[νόμος]] ο [[οποίος]] εκτελούνταν [[κατά]] τη [[μαστίγωση]] τών [[φαρμακός|φαρμακών]], [[δηλαδή]] τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰδίας Medium diacritics: κραδίας Low diacritics: κραδίας Capitals: ΚΡΑΔΙΑΣ
Transliteration A: kradías Transliteration B: kradias Transliteration C: kradias Beta Code: kradi/as

English (LSJ)

Ion. κραδίης, ου, ὁ, (κράδη)
A curdled with fig-juice, τυρός Hsch.
II κραδίας νόμος = air played on the flute while the φαρμακοί were whipped with fig-branches, Id.; ascribed to Mimnermus by Hippon.96.

German (Pape)

ὁ, von κράδη,
a τυρός, mit Feigenfast bereiteter Käse, Hesych.
b νόμος, eine alte Flötenweise, die man an dem Thargelienfeste denen spielte, die als Reinigungsopfer weggeführt und dabei mit Ruten aus Feigenzweigen gepeitscht wurden, Hesych.; vgl. Plut. music. 8.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰδίᾱς: ου adj. m фиговый: κραδίας νόμος Plut. фиговый напев (исполнявшийся на свирели во время праздника τὰ Θαργήλια).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, (κράδη) ὁ πηγνύμενος δι’ ὀποῦ τῆς κράδης, συκῆς, τυρὸς Ἡσύχ. ΙΙ. κρ. νόμος, ἀρχαῖον τι μέλος αὐλητικὸν παιζόμενον (καθ’ ἅ λέγει ὁ Ἡσύχ.), ἐνῷ οἱ ἐκπεμπόμενοι φαρμακοὶ ἐμαστιγοῦντο διὰ κλάδων συκῆς, Πλούτ. 2. 1133F· ἀλλ’ ἴδε Francke Καλλῖνον σ. 129.

Greek Monolingual

κραδίας, -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) κράδη
1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς
2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» — αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.