πρόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(13_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(33 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proskopos
|Transliteration C=proskopos
|Beta Code=pro/skopos
|Beta Code=pro/skopos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">foreseeing, sagacious</b>, σύνεσις <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>231</span> (for <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span> 105</span>, v. [[ἀπρόσκοπος]]). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Subst., <b class="b2">outpost, vedette</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>12.6</span>: pl., <b class="b2">reconnoitring party</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>5.2.6</span>, <span class="bibl">D.C.40.10</span>, etc.</span>
|Definition=πρόσκοπον,<br><span class="bld">A</span> [[foreseeing]], [[sagacious]], σύνεσις Pi.''Fr.''231 (for A.''Eu.'' 105, v. [[ἀπρόσκοπος]]).<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[outpost]], [[vedette]], X.''Lac.''12.6: pl., [[reconnoitring party]], Id.''Cyr.''5.2.6, D.C.40.10, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] vorschauend, vorsichtig; ἐν ἡμέρᾳ δὲ [[μοῖρα]] [[πρόσκοπος]] βροτῶν, Aesch. Eum. 105; [[σύνεσις]], Schol. Pind. N. 7, 87. Als subst. der Kundschafter, Xen. Cyr. 5, 2, 6, auch der Vorposten vor dem Lager, Lac. 12, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0770.png Seite 770]] vorschauend, vorsichtig; ἐν ἡμέρᾳ δὲ [[μοῖρα]] [[πρόσκοπος]] βροτῶν, Aesch. Eum. 105; [[σύνεσις]], Schol. Pind. N. 7, 87. Als subst. der Kundschafter, Xen. Cyr. 5, 2, 6, auch der Vorposten vor dem Lager, Lac. 12, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui observe en avant ; ὁ [[πρόσκοπος]], avant-poste, vedette ; οἱ πρόσκοποι les éclaireurs.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σκοπός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πρό-σκοπος -ον &#91;[[πρό]], [[σκοπός]]] vooruitziend; subst. οἱ πρόσκοποι verkenners. Xen. Cyr. 5.2.6.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσκοπος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1</b> [[дозорный]], [[часовой на боевом посту]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[разведчик]] Xen.<br />предусмотрительный, осмотрительный, осторожный Pind.
}}
{{Slater
|sltr=[[πρόσκοπος]], -ον</b> foreseeing [[τόλμα]] τέ μιν ζαμενὴς καὶ [[σύνεσις]] [[πρόσκοπος]] ἐσάωσεν fr. 231.
}}
{{eles
|esgtx=[[previsora]]
}}
{{grml
|mltxt=-ον / [[πρόσκοπος]], -ον, ΝΑ, θηλ. και -ίνα Ν<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για [[κατόπτευση]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[πρόσκοπος]]<br />ο [[ανιχνευτής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> ο [[πρόσκοπος]] και <i>η προσκοπίνα</i><br />[[κάθε]] [[νεός]] ή νέα που ανήκει στην [[οργάνωση]] του προσκοπισμού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρόσκοπο [[πλοίο]]» ή [[απλώς]] «[[πρόσκοπος]]»<br /><b>ναυτ.</b> ελαφρό πολεμικό [[πλοίο]] το οποίο εκτελεί [[αποστολή]] ανίχνευσης, περιπολίας ή μεταφοράς μηνυμάτων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που προβλέπει, [[προνοητικός]] («[[πρόσκοπος]] [[σύνεσις]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκοπός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]), <b>πρβλ.</b> [[κατά]]-<i>σκοπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρόσκοπος:''' -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, [[κατάσκοπος]], [[ανιχνευτής]], σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό [[σώμα]] στρατού, στον ίδ.
}}
{{ls
|lstext='''πρόσκοπος''': -ον, ὁ προσκοπῶν, ὁ προβλέπων, [[προνοητής]], Πινδ. Ἀποσπ. 255˙ (περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 105, [[μοῖρα]] [[πρόσκοπος]] τοῦ κώδικος, ἴδε [[ἀπρόσκοπος]]). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ προπορευόμενος πρὸς κατόπτευσιν, Ξεν. Λακ. 12. 6˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., [[σῶμα]] προπορευόμενον πρὸς κατόπτευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 6, Δίων Κ. 40. 10, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσκόπων˙ προφυλάκων».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-σκοπος, ον,<br />[[seeing]] [[beforehand]]: as [[substantive]] an [[outpost]], [[vidette]], Xen.; in plural a [[reconnoitring]] [[party]], Xen.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[vedette]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[προνοητής]], αὐτός πού προπορεύεται γιά ἀνίχνευση). Ἀπό τό [[προσκοπέω]] -ῶ (=[[παρατηρῶ]], [[φυλάω]]) → [[πρό]] + [[σκοπέω]] -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον subst. [[previsora]] de la Osa ἰὼ ἀ<ε>ρία, ἰὼ Ἐρυμναία, ἰὼ μολπή, φυλακή, πρόσκοπε <b class="b3">oh aérea, oh Erimnia, oh canción, vigilante, previsora</b> P VII 698 SM 49 73 (entre voces mágicas)
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκοπος Medium diacritics: πρόσκοπος Low diacritics: πρόσκοπος Capitals: ΠΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: próskopos Transliteration B: proskopos Transliteration C: proskopos Beta Code: pro/skopos

English (LSJ)

πρόσκοπον,
A foreseeing, sagacious, σύνεσις Pi.Fr.231 (for A.Eu. 105, v. ἀπρόσκοπος).
II as substantive, outpost, vedette, X.Lac.12.6: pl., reconnoitring party, Id.Cyr.5.2.6, D.C.40.10, etc.

German (Pape)

[Seite 770] vorschauend, vorsichtig; ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρα πρόσκοπος βροτῶν, Aesch. Eum. 105; σύνεσις, Schol. Pind. N. 7, 87. Als subst. der Kundschafter, Xen. Cyr. 5, 2, 6, auch der Vorposten vor dem Lager, Lac. 12, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe en avant ; ὁ πρόσκοπος, avant-poste, vedette ; οἱ πρόσκοποι les éclaireurs.
Étymologie: πρό, σκοπός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρό-σκοπος -ον [πρό, σκοπός] vooruitziend; subst. οἱ πρόσκοποι verkenners. Xen. Cyr. 5.2.6.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκοπος: II
1 дозорный, часовой на боевом посту Xen.;
2 разведчик Xen.
предусмотрительный, осмотрительный, осторожный Pind.

English (Slater)

πρόσκοπος, -ον foreseeing τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις πρόσκοπος ἐσάωσεν fr. 231.

Spanish

previsora

Greek Monolingual

-ον / πρόσκοπος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -ίνα Ν
1. αυτός που προπορεύεται και παρατηρεί, ο προπορευόμενος για κατόπτευση
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρόσκοπος
ο ανιχνευτής
νεοελλ.
1. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο πρόσκοπος και η προσκοπίνα
κάθε νεός ή νέα που ανήκει στην οργάνωση του προσκοπισμού
2. φρ. «πρόσκοπο πλοίο» ή απλώς «πρόσκοπος»
ναυτ. ελαφρό πολεμικό πλοίο το οποίο εκτελεί αποστολή ανίχνευσης, περιπολίας ή μεταφοράς μηνυμάτων
αρχ.
αυτός που προβλέπει, προνοητικόςπρόσκοπος σύνεσις», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].

Greek Monotonic

πρόσκοπος: -ον, αυτός που εξετάζει εκ των προτέρων· ως ουσ., προπορευόμενος, κατάσκοπος, ανιχνευτής, σε Ξεν.· στον πληθ., αναγνωριστικό σώμα στρατού, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκοπος: -ον, ὁ προσκοπῶν, ὁ προβλέπων, προνοητής, Πινδ. Ἀποσπ. 255˙ (περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 105, μοῖρα πρόσκοπος τοῦ κώδικος, ἴδε ἀπρόσκοπος). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ προπορευόμενος πρὸς κατόπτευσιν, Ξεν. Λακ. 12. 6˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., σῶμα προπορευόμενον πρὸς κατόπτευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 6, Δίων Κ. 40. 10, κτλ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσκόπων˙ προφυλάκων».

Middle Liddell

πρό-σκοπος, ον,
seeing beforehand: as substantive an outpost, vidette, Xen.; in plural a reconnoitring party, Xen.

English (Woodhouse)

vedette

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=προνοητής, αὐτός πού προπορεύεται γιά ἀνίχνευση). Ἀπό τό προσκοπέω -ῶ (=παρατηρῶ, φυλάω) → πρό + σκοπέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ον subst. previsora de la Osa ἰὼ ἀ<ε>ρία, ἰὼ Ἐρυμναία, ἰὼ μολπή, φυλακή, πρόσκοπε oh aérea, oh Erimnia, oh canción, vigilante, previsora P VII 698 SM 49 73 (entre voces mágicas)